- Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία)
- ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά ελληνική διαγράφοντας μια πολύπλοκη πορεία που τη χαρακτήριζαν: η σταδιακή επίδραση του ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού· η αναγνώριση της χριστιανικής θρησκείας και η ενσωμάτωσή της στις λειτουργίες του κράτους· η μείξη των χριστιανικών αντιλήψεων με εκείνες της αρχαιότητας· η διάδοση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, αλλά και ο καθορισμός των δογμάτων της ορθής πίστης που πέρασε μέσα από επτά Οικουμενικές Συνόδους – με ρήξεις, εμφυλίους και διωγμούς αιρετικών και μη· το σχίσμα των Εκκλησιών, που στην ουσία δεν επέτρεψε την προσφορά σημαντικής βοήθειας από τη Δύση προς την πολιορκημένη από τους Τούρκους Πόλη· η ακανθώδης πορεία της Κωνσταντινούπολης – κέντρο της αυτοκρατορίας, του Ελληνισμού και μετέπειτα της Ορθοδοξίας, που αποτέλεσε στόχο άπειρων φιλόδοξων βαρβάρων, με ενδιάμεσο σταθμό, πριν από την Άλωση, την κατάληψή της από τους σταυροφόρους· η ύπαρξη, ενδιαμέσως, της αυτοκρατορίας της Νικαίας, που για ένα διάστημα υποκατέστησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία· και οι τέσσερις σταυροφορίες, ασφαλώς, που ξεκίνησαν με ιερό σκοπό, την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων, και κατέληξαν σε σφαγές και ληστρικές επιδρομές.
Στη διάρκεια των περίπου 1100 χρόνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκαν έργα διαχρονικής αξίας σε όλους τους τομείς της επιστήμης, της τέχνης και του πολιτισμού, με αποκορύφωμα την κατασκευή από τον Ιουστινιανό της ανυπέρβλητης Αγίας Σοφίας, το όνομα της οποίας συνδέθηκε με θρύλους, όπως ακριβώς και η απόρθητη Πόλη.
Οι απαρχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453)
Το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, με πρωτεύουσα το Βυζάντιο, συνέχισε την πορεία του για έντεκα αιώνες αμέσως μετά την κατάλυση του ρωμαϊκού κράτους. Το Βυζάντιο ιδρύθηκε το 659 π.Χ. στις ακτές του Βοσπόρου, από Μεγαρίτες εποίκους που είχαν αρχηγό τους τον Βύζα. Οι όροι «Βυζάντιο» και «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» αποτελούν νεολογισμούς, αφού οι ίδιοι οι κάτοικοι του κράτους του Βοσπόρου, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, δεν τους χρησιμοποιούσαν ποτέ. Είχαν πρωτεύουσά τους τη Νέα Ρώμη και θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους και την αυτοκρατορία τους ρωμαϊκή. Πολύ αργότερα η περιοχή του Βυζαντίου ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη.
Τον όρο «βυζαντινός» τον εισήγαγε πρώτος ο Γ. Βολφ, όταν, το 1562, ίδρυσε το Corpus Historiae byzantinae, και τον καθιέρωσε ο Φιλίπ Λαμπ, εκδότης της Βυζαντίδος του Λούβρου. Οι όροι «βυζαντινός» και «Βυζάντιο» άρχισαν σιγά σιγά να επιβάλλονται, ιδίως μετά και το 1680, οπότε ο Δουκάγκιος τιτλοφόρησε την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης Historia byzantina.
Το Βυζάντιο στην πραγματικότητα ήταν η συνέχεια του ρωμαϊκού κράτους, εκτεινόταν στα όριά του και είχε θέσει ως μόνιμο στόχο την εκ νέου κατάκτηση των εδαφών που κατείχε η αυτοκρατορία στη διάρκεια της ακμής της: την έρημο της Αφρικής, τον Ατλαντικό, τη Βόρεια θάλασσα, το Ρήνο και το Δούναβη, την Αρμενία, τη Μεσοποταμία, την έρημο της Συρίας και της Αραβίας, την Ερυθρά θάλασσα, την Άνω Αίγυπτο και την έρημο της Κυρηναϊκής.
Στην πραγματικότητα, με την πάροδο των ετών, τα σύνορα της αυτοκρατορίας συρρικνώνονταν και υπό την πίεση επιδρομέων έχανε μια μια τις κτήσεις της, περιοριζόμενη, τελικά, σε μια περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, μέχρι την οριστική κατάλυσή της από τους Τούρκους το 1453.
Κατά τους πρώτες του αιώνες το Βυζάντιο ήταν ένα υπερεθνικό κράτος, στο οποίο είχαν θέση αρκετές εθνότητες, όπως Έλληνες και ελληνιστικά φύλα, Αρμένιοι, Εβραίοι, Αιγύπτιοι, Σύριοι, υπολείμματα παλαιότερων μικρασιατικών λαών (Καππαδόκες, Φρύγες, Ίσαυροι) και νεότερων εποικισμών από Γαλάτες και Γότθες, Ιλλυριούς και Θράκες. Η συμβολή τους, όμως, στη δημιουργία και διατήρηση της μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν ήταν ανάλογη. Επρόκειτο για λαούς που έρχονταν να κατοικήσουν στα εδάφη της, επιδρούσαν παροδικά στο χαρακτήρα της, επηρεάζονταν από τη λάμψη του Ελληνισμού και αφομοιώνονταν από τον πολιτισμό του Βυζαντίου.
Λαοί που αποκτούσαν εθνική συνείδηση αποσκιρτούσαν και δημιουργούσαν δικά τους κράτη, όταν οι Έλληνες με την πάροδο των ετών ταυτίζονταν με το Βυζάντιο παρέχοντας σε αυτό τη γλώσσα τους –που πέρασε στην εκκλησία, στο εμπόριο, στις συναλλαγές–, τον πολιτισμό, ακόμη και την ενιαία συνείδησή τους.
Μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του λαμπρού βυζαντινού πολιτισμού και στη φυσιογνωμία του κράτους του Βυζαντίου έπαιξαν τα ελληνιστικά κέντρα, η Κωνσταντινούπολη, η Αντιόχεια, η Έφεσος και η Θεσσαλονίκη. Αυτή όμως που επηρέασε καταλυτικά τη διάρθρωση και το χαρακτήρα του κράτους ήταν η χριστιανική θρησκεία. Η πολιτιστική δύναμη και το μεγαλείο του Βυζαντίου, που του επέτρεψαν να επιδράσει στους εχθρικούς και πρωτόγονους λαούς και να τους αφομοιώσει δημιουργικά, να τους εντάξει δηλαδή σ’ ένα ενιαίο κράτος, συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οφείλονταν στην ελληνική γλώσσα και παιδεία και στην επικράτηση του χριστιανισμού, με θεμέλιο τη ρωμαϊκή κρατική οργάνωση.
Η χρονική έναρξη της βυζαντινής ιστορίας
Ο καθορισμός της χρονολογίας από την οποία ξεκίνησε το Βυζάντιο την ιστορική του πορεία ακολουθεί αναγκαστικά κάποιες συμβάσεις. Υπάρχει η άποψη ότι αρχή της νέας αυτοκρατορίας θα πρέπει να θεωρηθεί το 324, με τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ή το 395, με το θάνατο του Μεγάλου Θεοδοσίου και το διαχωρισμό του κράτους σε ανατολικό και δυτικό. Υποστηρίζεται όμως ότι το ίδιο λογικό μοιάζει το 610, με την άνοδο στο θρόνο του Ηρακλείου, ή το 717, που συμπίπτει με την άνοδο της δυναστείας των Ισαύρων. Τέλος, ως αρχή της ιστορίας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους αναφέρεται από τον Ε. Στάιν το 284, τότε που ο Διοκλητιανός επέβαλε μεταρρυθμίσεις στις οποίες βασίστηκε η οργάνωσή του.
Σύμφωνα, όμως, με μερικές σημαδιακές αλλαγές που επήλθαν στην αυτοκρατορία στις αρχές του 4ου αιώνα, ως αφετηρία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό το έτος 324, έτος μονοκρατορίας του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα, του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι αλλαγές αυτές θα μπορούσαν να συνοψιστούν:
α. στη μετάθεση του κέντρου της αυτοκρατορίας από τη Δύση στην Ανατολή.
β. στην αναγνώριση του χριστιανισμού ως ισότιμης θρησκείας και στην επίδρασή του στη νομοθεσία του κράτους.
γ. στην καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας στην πρωτεύουσα και στη ριζική μεταρρύθμιση του κράτους και της κοινωνικής ζωής.
Τη χρονική περίοδο από το 324 έως το 1453 τη διαιρούμε σε τρεις μεγάλες περιόδους: την πρωτοβυζαντινή (324-565), τη μεσοβυζαντινή (565-1081) και την υστεροβυζαντινή (1081-1453).
Η πρώτη περίοδος διακρίνεται σε τρεις φάσεις: την εποχή της θεμελίωσης του κράτους (324-378), την περίοδο των αγώνων κατά των αιρετικών και των ξένων (378-518) και τον αποκαλούμενο αιώνα του Ιουστινιανού (518-565).
Η δεύτερη περίοδος διακρίνεται σε τέσσερις φάσεις: την εποχή των νέων εχθρών του κράτους (565-717), την εποχή της ανασύνταξης (717-867), την εποχή της ακμής (867-1025) και την περίοδο της υπονόμευσης (1025-1081).
Η τρίτη περίοδος διακρίνεται στην εποχή των τελευταίων λάμψεων (1081-1204), στην περίοδο της φραγκικής κυριαρχίας (1204-1261), στην εποχή της έσχατης ανόρθωσης (1261-1328) και, τέλος, στην εποχή των εμφυλίων πολέμων και την αναπόφευκτη πτώση (1328-1453).
Πρωτοβυζαντινή περίοδος (324-565)
Αναδιάρθωση του κράτους
Τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε για πενήντα χρόνια το βυζαντινό κράτος –με ρωμαϊκή ακόμη διοίκηση και γλώσσα– από τους Αλαμάνους στη Δύση, τους Γότθους στα Βαλκάνια, τους Πέρσες στην Ανατολή, τους Ούννους και τους Οστρογότθους, που δημιούργησαν κράτος στη θέση του δυτικού ρωμαϊκού, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη σημαντικών μεταρρυθμίσεων: ο Διοκλητιανός και στη συνέχεια ο Μέγας Κωνσταντίνος αναδιοργάνωσαν το κράτος με διοικητικές μεταβολές που στην ουσία καθιέρωσαν μια νέου τύπου μοναρχία. Ο Διοκλητιανός, έχοντας ζήσει στη Νικομήδεια, είχε επηρεαστεί από την Ανατολή και τις συνήθειες των μοναρχιών της. Υπήρξε ένας αληθινός απόλυτος μονάρχης, που καθιέρωσε στην αυλή του την πολυτέλεια και το πολύπλοκο πρωτόκολλο της Ανατολής. Η αυτοκρατορική αυλή, που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο, απορροφούσε τεράστια ποσά και ήταν προπύργιο συνωμοσιών και ραδιουργιών που, αργότερα, προκάλεσαν πολλά προβλήματα στο Βυζάντιο. Ο τρόπος διοίκησης που καθιερώθηκε από το Διοκλητιανό αποτέλεσε το βασικό κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορικής οργάνωσης.
Η προσπάθεια που έγινε από τους δύο αυτοκράτορες όσον αφορά το διαχωρισμό της στρατιωτικής διοίκησης από την πολιτική προσέκρουσε στα προβλήματα που δημιουργούσαν με τις επιδρομές τους οι βάρβαροι και στην τάση να συγκεντρώνονται στα ίδια χέρια οι δύο εξουσίες. Η στρατιωτικοποίηση του κράτους συστηματοποιήθηκε από τον Ιουστινιανό, ο οποίος αναδιοργάνωσε τη διοίκηση πολλών περιφερειών με βάση την ένωση πλέον των δύο εξουσιών.
Ο στρατός διακρινόταν σε στρατό προκάλυψης και στρατόανάσχεσης και ήταν διαιρεμένος σε πέντε μεγάλες διοικήσεις, στις οποίες προστέθηκε επί Ιουστινιανού και μια έκτη: η στρατιωτική διοίκηση «Σκυθίας, Καρίας, Κύπρου και νήσων». Στο στρατό συμμετείχαν ντόπιοι και μισθοφόροι, με τις αναλογίες να αυξομειώνονται έως την τελευταία περίοδο, οπότε υπερίσχυσαν σε συντριπτικό βαθμό οι ξένοι στρατιώτες, που συνέβαλαν στον τελικό χαρακτήρα του.
Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, οι κατέχοντες μεγάλη ιδιοκτησία επιδίωκαν να την επεκτείνουν και, λόγω αυτού, ήρθαν σε ρήξη με την κεντρική εξουσία, η οποία, κυρίως με τον Ιουστινιανό, επέβαλε αυστηρά μέτρα χαλιναγώγησής τους. Οι καλλιεργητές (coloni) δεν μπορούσαν να πουλήσουν τη γη τους.
Υπήρξαν επίσης τρεις αυτόνομες μεγάλες υπηρεσίες, οι οποίες αποτελούσαν την οικονομική διοίκηση της χώρας. Οι διευθυντές τους, όπως και οι λογοθέτες, κατείχαν υψηλές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, που ενισχύθηκαν κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο.
Αυτή την εποχή υπήρξε ραγδαίος εξελληνισμός, και η ελληνική γλώσσα από τα γράμματα και την παιδεία πέρασε σε όλες τις δομές του κράτους, συμπεριλαμβανομένων και των νομικών υπηρεσιών.
Η συμβολή του Βυζαντίου στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι ανυπολόγιστη. Διατήρησε και μετέδωσε στο νεότερο κόσμο τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό (ουμανισμός, Αναγέννηση) και διαφύλαξε την Ευρώπη από την εξαθλίωση και την ταχεία άλωσή της από βαρβάρους.
Οι αυτοκράτορες από το Μεγάλο Κωνσταντίνο μέχρι το 565
Ο Κωνσταντίνος έδωσε στους χριστιανούς κληρικούς τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες ιερείς, καθώς και προνόμια στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, με συνέπεια να αυξηθεί η ισχύ των επισκόπων στην κοινωνία. Επειδή οι θρησκευτικές φιλονικίες δημιουργούσαν πολλές φορές αναστάτωση, το κράτος παρενέβαινε προσπαθώντας να τις κατευθύνει.
Κατά την περίοδο αυτή εμφανίστηκε ο Άρειος, ο οποίος δίδασκε ότι ο Υιός του Θεού υπήρξε δημιούργημα-κτίσμα του, όπως ήταν κι όλα τα άλλα δημιουργήματά του. Η ταραχή που προκλήθηκε ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να συγκαλέσει το 325 την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας στη Βυθινία, που καταδίκασε την αίρεση του Αρείου αναγνωρίζοντας το Χριστό ως Υιό του Θεού, «γεννηθέντα και ου ποιηθέντα, ομοούσιο τω Πατρί». Αργότερα, όμως, όταν ο Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι η πλειονότητα των κατοίκων της Ανατολής είχε άλλη άποψη, άλλαξε στάση και κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του επέτρεψε στον αρειανισμό να εισχωρήσει στην αυλή της αυτοκρατορίας, αποκτώντας ιδιαίτερη ισχύ σε ολόκληρη την Ανατολή. Πολλοί, μάλιστα, από τους πρωτεργάτες του Συμβόλου της Πίστεως λέγεται ότι καθαιρέθηκαν και εξορίστηκαν. Αν και στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου η χριστιανική θρησκεία αναγνωρίστηκε επίσημα –στις αρχές του 4ου αιώνα ο Μεγάλος Θεοδόσιος την έκανε επίσημη θρησκεία του κράτους–, ο ίδιος βαπτίστηκε χριστιανός μόλις λίγο πριν από το θάνατό του.
Οι τρεις γιοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που ανέλαβαν τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, οδηγήθηκαν πολύ γρήγορα σε εμφύλιο πόλεμο που είχε ως συνέπεια το θάνατο του Κωνσταντίνου και του Κώνστα και τη μονοκρατορία του Κωνστάντιου. Οι αιτίες των φιλονικιών μεταξύ των τριών αδελφών θα μπορούσαν να αποδοθούν στους σκληρούς αγώνες κατά των Περσών και των Γερμανών και στο θρησκευτικό διχασμό, αφού ο Κωνσταντίνος και ο Κώνστας ήθελαν σε ισχύ το Σύμβολο της Πίστεως της Νίκαιας, όχι όμως και ο αδελφός τους. Θερμός υποστηρικτής του αρειανισμού, ο Κωνστάντιος στράφηκε κατά των ειδωλολατρών. Με διάταγμα έκλεισε τις εκκλησίες και επί ποινή θανάτου απαγόρευσε την είσοδο και την προσφορά θυσιών σε αυτές.
Η σκληρή πολιτική του ανατράπηκε εκ βάθρων από το διάδοχό του, το συγγραφέα και φιλόσοφο Ιουλιανό τον Παραβάτη (361-63), ο οποίος επιχείρησε μια τελευταία προσπάθεια για την ανασύσταση της ειδωλολατρίας. Στη Νικομήδεια, εκείνη την εποχή, δίδασκε ο Λιβάνιος, ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες και ηγέτης του Ελληνισμού, ο οποίος περιφρονούσε τόσο τα λατινικά όσο και το χριστιανισμό.
Ο Ιουλιανός, θέλοντας να αντιμετωπίσει τους χριστιανούς, υιοθέτησε τον τρόπο οργάνωσης των ναών τους και υποχρέωνε τους ειδωλολάτρες να παρακολουθούν μαθήματα σχετικά με τα ελληνικά μυστήρια. Εισήγαγε ύμνους στη λατρεία, καθιέρωσε τον αφορισμό και άλλα τυπικά, σε βαθμό τέτοιο, που θεωρήθηκε ότι τελικώς εφάρμοσε ό,τι κατηγορούσε.
Απεναντίας, ο Μέγας Θεοδόσιος (379-95) διαχώρισε με νόμο τους καθολικούς από τους αιρετικούς. Καθολικοί εθεωρούντο όσοι αναγνώριζαν το Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας και αιρετικοί όλοι οι άλλοι. Οι ειδωλολάτρες ανήκαν σε ξεχωριστή κατηγορία.
Παρ’ όλ’ αυτά, θέλοντας να επαναφέρει την ειρήνη στις σχέσεις της εκκλησίας, το 381 συγκάλεσε τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτήν καταδικάστηκε η αίρεση του ημιαρείου Μακεδόνιου, αρχηγού της αιρέσεως των «ομοιουσίων», και επιβεβαιώθηκε η ισχύς της Εν Νικαία Πίστεως, με μια προσθήκη-αναφορά στο Άγιο Πνεύμα, το οποίο είναι «ομοούσιον τω Πατρί και τω Υιώ».
Επί των ημερών του, εξαιτίας της δολοφονίας από Θεσσαλονικείς κάποιων Γερμανών αξιωματικών και στρατιωτών που ήταν προκλητικοί αλλά και φίλοι του, ο Θεοδόσιος διέταξε σφαγή η οποία έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πλέον αιματηρές. Ο επίσκοπος Μεδιολάνων (Μιλάνου) Αμβρόσιος τον αφόρισε, αναγκάζοντάς τον να αναγνωρίσει το λάθος του και να αποδεχτεί την τιμωρία του.
Ο Θεοδόσιος επέβαλε αυστηρές κυρώσεις στους ειδωλολάτρες και τους πολέμησε άγρια επιτρέποντας στο πλήθος να λεηλατήσει τους ναούς που ο ίδιος έκλεισε και να καταστρέψει το ναό της Αλεξάνδρειας, που ήταν αφιερωμένος στο θεό Σέραπι (είχε επιβληθεί από τον Αλέξανδρο και ήταν θεός των αρχαίων Βαβυλωνίων) και συνιστούσε το κέντρο της ειδωλολατρίας.
Κατά τον 4ο αιώνα ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναγκαστική παρουσία των εκχριστιανισμένων Γότθων στη βόρεια όχθη του Δούναβη, όπου κατέφυγαν εξαιτίας της εισβολής στα εδάφη τους ενός άγριου λαού, των Ούννων.
Οι Γότθοι ζούσαν ήσυχη ζωή, αλλά, αγανακτισμένοι από τη συμπεριφορά αξιωματούχων της αυτοκρατορίας, επαναστάτησαν και έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, αφού νίκησαν τον αυτοκράτορα Ουάλη. Τους νίκησε ο διάδοχός του Θεοδόσιος Β’, ο οποίος, όμως, διαπίστωσε ότι ήταν προτιμότερο να ακολουθήσει ειρηνική τακτική. Έτσι, άρχισε να τους απορροφά στο στρατό του –αν και ήταν οπαδοί του Αρείου–, που πολύ γρήγορα έγινε στο μεγαλύτερο μέρος του γερμανικός. Το 398 χειροτονήθηκε επίσκοπος ο Ιωάννης Χρυσόστομος δημιουργώντας αρκετούς εχθρούς με την επιμονή στις ιδέες και στις ηθικές του αρχές –τις οποίες εφάρμοζε με αυστηρότητα–, με την περιφρόνηση που έδειχνε για την πολυτέλεια, και την προσκόλλησή του στο Σύμβολο της Νίκαιας. Ανάμεσα σε όσους στηλίτευε ανήκε και η αυτοκράτειρα Ευδοξία, που αγαπούσε τον απολαυστικό βίο και την οποία ο επίσκοπος κατήγγειλε δημόσια. Η δυσαρέσκειά της τον ανάγκασε να αποσυρθεί στη Μικρά Ασία, προσωρινά όμως, αφού οι αντιδράσεις του λαού ήταν ιδιαίτερα έντονες.
Τα προβλήματα στους κόλπους της εκκλησίας δεν έπαψαν ούτε όταν ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο ο Νεστόριος, οπαδός της διδασκαλίας που υποστήριζε ότι υπήρξε ανεξαρτησία της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού πριν και μετά την ένωσή της με τη θεία φύση. Ο Νεστόριος επέβαλε την άποψή του και ξεκίνησε διωγμούς κατά των αντιπάλων του, ενώ την ίδια εποχή οι οπαδοί του Αλεξανδρείας Κυρίλλου πίστευαν ότι η ανθρώπινη φύση του Κυρίου είχε απορροφηθεί από τη θεία. Πίστευαν δηλαδή σε μια μόνη φύση του Χριστού, γι΄ αυτό και ονομάστηκαν μονοφυσίτες.
Ο Θεοδόσιος Β΄ (408-50) συγκάλεσε τότε την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο, η οποία, το 431, καταδίκασε τη θεωρία του Νεστορίου και εξόρισε τον ίδιο.
Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως και ο Θεοδοσιανός Κώδικας που θεμελίωσε ο νέος αυτοκράτορας –οι νόμοι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων από το Μεγάλο Κωνσταντίνο και μετά κωδικοποιήθηκαν σε 16 βιβλία– αποτέλεσαν αριστουργηματικά μνημεία και χαρακτηριστικά δείγματα της πνευματικής κίνησης του πρώτου τέταρτου του 5ου αιώνα. Σε αυτά προστίθενται και τα τείχη της Πόλης, που χτίστηκαν την ίδια περίοδο και την κράτησαν απόρθητη για αιώνες.
Αναλαμβάνοντας το θρόνο, ο Μαρκιανός (450-57) συγκάλεσε, το 451, την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα, η οποία καταδίκασε τις αποφάσεις της Εφέσου και απέρριψε το δόγμα των μονοφυσιτών. Τα δόγματα που ενέκρινε αποτέλεσαν τη βάση της διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η σκληρή στάση που κράτησε η κυβέρνηση κατά των μονοφυσιτών δημιούργησε προβλήματα στη σχέση της με τις χώρες της Ανατολής. Η Εκκλησία της Αιγύπτου κατάργησε την ελληνική γλώσσα στις λειτουργίες και την αντικατέστησε με την αιγυπτιακή. Στα Ιεροσόλυμα, στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια έγιναν αληθινές επαναστάσεις, αφού οι κάτοικοί τους δεν δέχονταν να απαρνηθούν την πίστη τους διά της βίας. Πίσω όμως από τις θρησκευτικές έριδες υπήρχαν φυλετικές αντιθέσεις.
Ο Ζήνων (474-91) εξέδωσε το Ενωτικό, που στάλθηκε στις εκκλησίες του Πατριαρχείου και της Αλεξάνδρειας και είχε σκοπό να καταλαγιάσει τη θρησκευτική τρικυμία. Είχε συνταχθεί με πρωτοβουλία του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιου και του πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρου του Μογγού. Όμως δεν κατάφερε να ικανοποιήσει ούτε τους μονοφυσίτες ούτε τους ορθοδόξους και το ρήγμα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση βάθυνε ακόμη περισσότερο.
Συνοπτικά, η προσπάθεια του Βυζαντίου να αντιμετωπίσει τις βαρβαρικές επιθέσεις επέβαλε στρατιωτικές και οικονομικές θυσίες, όταν στο εσωτερικό γίνονταν προσπάθειες για τον καθορισμό του ορθού δόγματος. Στις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας (325), της Κωνσταντινούπολης (381), της Εφέσου (431) και της Χαλκηδόνας διατυπώθηκε το Σύμβολο της Πίστεως και καθορίστηκε η ορθόδοξη διδασκαλία. Η θρησκευτική ενότητα, όμως, δεν κατορθώθηκε, εξαιτίας της αντίδρασης μονοφυσιτικών πληθυσμών στις επιδιώξεις του κέντρου, η οποία υπέκρυπτε εθνικά και πολιτικά προβλήματα. Η προσπάθεια των αυτοκρατόρων Ζήνωνα και Αναστασίου Α΄ να συμβιβάσουν τα πράγματα, αντί να επιφέρει τη θρησκευτική γαλήνη, οδήγησε στο ακακιανό σχίσμα μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης.
Αργότερα ο Ιουστινιανός κατάφερε να απαλείψει το χάσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, δημιούργησε όμως νέες έριδες, που κατέληξαν σε φανατισμούς και οξύτητες. Θέλοντας να προσεταιριστεί τον πάπα, επέβαλε την ορθοδοξία με κόστος την αντίδραση των μονοφυσιτικών λαών της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, γεγονός που ενδυνάμωσε το τοπικιστικό πνεύμα. Η βία που χρησιμοποιήθηκε αποτέλεσε σημαντική αιτία αποστασιοποίησης αυτών των λαών, που έγιναν εύκολη λεία κατά τις αραβικές επιδρομές του 7ου αιώνα.
Ο Ιουστινιανός (527-65)
Η βασιλεία του Ιουστινιανού συνδέθηκε με την παρουσία της γυναίκας του Θεοδώρας, κυρίως εξαιτίας των όσων έγραψε στα Ανέκδοτά του ο ιστορικός της εποχής Προκόπιος. Στο έργο του αυτό της προσάπτει μια ακόλαστη ζωή, που έζησε κατά τη νεότητά της ως κόρη «αρκτοτρόφου» στη διεφθαρμένη ατμόσφαιρα του θεάτρου.
Η Θεοδώρα υποστήριζε τους μονοφυσίτες ενώ ο Ιουστινιανός έκλινε προς το μέρος των χριστιανών. Ο αυτοκράτορας ήθελε να διοικήσει ως Ρωμαίος και χριστιανός και θεωρούσε ιερό του καθήκον να αποκαταστήσει την ενιαία αυτοκρατορία του 1ου και 2ου αιώνα. Οι πόλεμοι που ξεκίνησε κατά των Βανδάλων, των Οστρογότθων και των Βησιγότθων, έχοντας ως αρχηγό του στρατού και του στόλου το στρατηγό Βελισάριο, του απέφεραν την ανάκτηση της Αφρικής και των επαρχιών της και την επιστροφή των αυτοκρατορικών εμβλημάτων που είχαν πάρει οι Βάνδαλοι όταν κατέλαβαν τη Ρώμη.
Η άλλοτε κραταιά Ρώμη, που περνούσε από τα χέρια των Ρωμαίων στους Οστρογότθους και αντίστροφα, είχε μεταβληθεί σε ερείπια, χωρίς καμία πολιτική σημασία. Παρά τις μεγάλες νίκες που κατήγαγε με την επιθετική του τακτική ο Ιουστινιανός, η έλλειψη σταθερότητας που επικράτησε στις νέες κατακτήσεις οδήγησε στο μέλλον σε μεγάλες πολιτικές και οικονομικές περιπλοκές. Στα Βαλκάνια εισέβαλλαν ορδές των Βουλγάρων και των Σλάβων και απειλούσαν περιοχές του Βυζαντίου, χωρίς να έχει τη δυνατότητα ο αυτοκρατορικός στρατός να αντιδράσει, όντας απασχολημένος με άλλες εκστρατείες.
Σημαντική θεωρείται η νομοθετική προσπάθεια του Ιουστινιανού, που συμπυκνώνεται σε τέσσερα μέρη (Εισηγήσεις, Πανδέκτης, Ιουστινιάνειος Κώδιξ, Νεαραί – Corpus juris civilis).
Στα θρησκευτικά ζητήματα συνέχισε τις παρεμβάσεις –συγκάλεσε το 553 την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη–, όπως έκαναν και οι προκάτοχοί του, θεωρείται δε χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος του καισαροπαπισμού, κατά τον οποίο ο αρχηγός του κράτος έπρεπε συγχρόνως να είναι και πάπας, να έχει δηλαδή άποψη και για τα εσωτερικά ζητήματα της εκκλησίας.
Τέλος, ο Ιουστινιανός θέλοντας να εξαλείψει τα υπολείμματα της ειδωλολατρίας, έκλεισε το 529 τη φιλοσοφική σχολή των Αθηνών, σβήνοντας, έτσι, και τις τελευταίες εκλάμψεις της αίγλης της.
Η Στάση του Νίκα (542)
Στον ιππόδρομο, κέντρο συνάντησης των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, υπήρχε η συνήθεια να παρουσιάζεται ο αυτοκράτορας και να εκφράζει την άποψή της η κοινή γνώμη. Ο ιππόδρομος χωρούσε γύρω στα 50.000 άτομα, και οι αρματοδρομίες αποτελούσαν την αφορμή για να εκδηλώσουν οι πολίτες τις «πολιτικές τους απόψεις», αφού οι φατρίες σιγά σιγά είχαν μετατραπεί σε πολιτικά κόμματα. Το 542 ξέσπασε σε αυτόν το χώρο επανάσταση, για τρεις κυρίως λόγους: ο πρώτος αφορούσε τα ανίψια του Αναστασίου, που αισθάνονταν προδομένα από τον Ιουστινιανό και είχαν την υποστήριξη των Πρασίνων, οπαδών των μονοφυσιτών· ο δεύτερος τη γενική δυσαρέσκεια του λαού προς τους αξιωματούχους της κυβέρνησης, το νομομαθή Τριβωνιανό και τον Ιωάννη Καππαδόκη, οι οποίοι είχαν επιβάλει σκληρούς νόμους και δεν δίσταζαν να προχωρούν ακόμη και σε εκβιασμούς. Ο τρίτος οφειλόταν στην αγανάκτηση των μονοφυσιτών για τις συνεχείς διώξεις τους.
Το σύνθημα των επαναστατών «Νίκα» δάνεισε το όνομά του στην εξέγερση, που κράτησε έξι μέρες. Ο Βελισάριος, που ανέλαβε να καθυποτάξει το πλήθος, τελικα ακινητοποίησε στον ιππόδρομο τους εξεγερθέντες και σκότωσε 30.000-40.000 από αυτούς.
Στον τομέα της κοινωνικής συγκρότησης του κράτους, ο Ιουστινιανός προσπάθησε ακόμη και με άνομα μέσα να καταστρέψει τους μεγαλοϊδιοκτήτες και να συγκεντρώσει όλη την εξουσία στα χέρια του μέσω μια γραφειοκρατικής διοίκησης. Παράλληλα, ελάττωσε τον αριθμό των στρατιωτών και καθυστερούσε την πληρωμή τους, με συνέπεια εκείνοι να ξεσπούν συχνά πάνω στον απροστάτευτο λαό. Πολλές φορές, ο αυτοκράτορας αναγκαζόταν να σπαταλήσει τεράστια ποσά για να εξαγοράσει τον εχθρό, αφού δεν είχε τη δυνατότητα να αντιπαρατάξει έναν αξιόπιστο και καλά οργανωμένο στρατό. Στα τέλη της βασιλείας του η κατάσταση της αυτοκρατορίας ήταν αξιοθρήνητη.
Στον τομέα της τέχνης η εποχή του Ιουστινιανού θεωρείται χρυσός αιώνας, αφού στη διάρκειά της χτίστηκαν φρούρια, μοναστήρια, ανάκτορα, γέφυρες, δεξαμενές, υδραγωγεία, λουτρά, νοσοκομεία και η μοναδική Αγία Σοφία, η επονομαζόμενη και Μεγάλη Εκκλησία, η οποία δημιουργήθηκε με διαταγή του στη θέση της Μικρής Βασιλικής που κάηκε στη διάρκεια της Στάσης του Νίκα. Για να της προσδώσει μεγαλοπρέπεια, σύμφωνα με την παράδοση, διέταξε τους διοικητές των επαρχιών να τον προμηθεύσουν με τα καλύτερα κομμάτια των αρχαίων μνημείων. Για την κατασκευή της μεταφέρθηκαν τεράστιες ποσότητες μαρμάρων, άργυρος, χρυσός και πολύτιμοι λίθοι. Υπό την εποπτεία των αρχιτεκτόνων Ανθέμιου Τραλλιανού και Ισίδωρου του Μιλήσιου, το έργο –που επέβλεπε ο Ιουστινιανός προσωπικά– αποπερατώθηκε σε πέντε χρόνια. Το πάτωμα και οι στύλοι ήταν φτιαγμένα από πολύχρωμο μάρμαρο, και τα θαυμάσια μωσαϊκά, που καλύφθηκαν από τους Τούρκους, προκαλούσαν εκπληκτική εντύπωση. Με τα χρόνια η κατασκευή της Αγίας Σοφίας μετατράπηκε σε θρύλο διανθισμένο από λεπτομέρειες γεμάτες θαύματα.
Μεσοβυζαντινή περίοδος (565-1081)
Το έργο του Ιουστινιανού δεν κατόρθωσε να ριζώσει –η reconquista, η ανασυγκρότηση, υπήρξε πρόσκαιρη και τυχοδιωκτική– αφού η εμφάνιση λαών όπως οι Λογγοβάρδοι (568), κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, οι οποίοι κατέλαβαν κτήσεις της αυτοκρατορίας στην Ιταλία, δημιούργησε ένα νέο σκηνικό. Φυλές της Αφρικής, οι Πέρσες στην Ανατολή και οι Άβαροι στα Βαλκάνια άρχισαν τις επιθέσεις, με τους τελευταίους να φτάνουν μέχρι την Κωνσταντινούπολη (626).
Οι επιτιθέμενοι νικήθηκαν τελικά, όμως οι κίνδυνοι δεν εξέλιπαν, αφού έκανε την εμφάνισή του ένας τρομερός λαός, οι Άραβες. Εκμεταλλευόμενοι την εχθρότητα των μονοφυσιτικών πληθυσμών προς την κεντρική εξουσία, οι Άραβες, αφού υπέταξαν την Περσία και κατέλαβαν τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο και στη συνέχεια την Αφρική, έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, σε μια περίοδο που η αυτοκρατορία δεχόταν επιθέσεις από Σλάβους και Λογγοβάρδους, όμως τελικά αποκρούστηκαν.
Η δημιουργία βουλγαρικού κράτους στα νότια του Δούναβη (681) αποτέλεσε γεγονός σημαντικότατο για την εξέλιξη του κράτους.
Τα αποτελέσματα για το Βυζάντιο θα ήταν καταστροφικά αν δεν είχαν υπάρξει μερικοί Βυζαντινοί αυτοκράτορες που κατάφεραν να ανακόψουν την πορεία των Αράβων και να τους κρατήσουν μακριά από τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Οι αμυντικοί αγώνες κράτησαν όλον τον 8ο και το μισό 9ο αιώνα δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ανασύνταξη των δυνάμεων εκ μέρους των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, και στη συνέχεια για την επιθετική στρατιωτική πολιτική τους κατά των εξωτερικών εχθρών. Οι Άραβες, όπως και το πρώτο βουλγαρικό κράτος, νικήθηκαν και το Βυζάντιο απλώθηκε από το Δούναβη έως την Αρμενία.
Στο εσωτερικό όμως τα προβλήματα παρέμεναν οξυμένα από τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγαλοϊδιοκτητών και της κεντρικής εξουσίας, αλλά και μεταξύ της στρατιωτικής και της πολιτικής αριστοκρατίας, που διεκδικούσαν το θρόνο για λογαριασμό τους. Το αποτέλεσμα ήταν μοιραίο για την ενότητα του κράτους, αφού ανέλαβαν τα ηνία ανίκανοι αυτοκράτορες και οι ευνοούμενοί τους, που το οδήγησαν στην παρακμή και το έκαναν βορά, κυρίως, βαρβαρικών λαών στα Βαλκάνια: των Πετσενέγων, των Κουμάνων, των Νορμανδών και των Σελτζούκων Τούρκων.
Οι θρησκευτικές έριδες μεταξύ μονοφυσιτών και ορθοδόξων, τις οποίες δεν μπόρεσαν να απαλύνουν ο Ηράκλειος και ο Κώνστας Β΄, καθώς και η Εικονομαχία, που συγκλόνισε την καρδιά του κράτους, αποτέλεσαν σημαντικές αιτίες μιας εσωτερικής φθοράς που διήρκησε 120 ολόκληρα χρόνια.
Αποκορύφωμα των όσων συντελέστηκαν με αφορμή τα θρησκευτικά ζητήματα ήταν το σχίσμα των Εκκλησιών, που λίγο μετά τα μέσα του 9ου αιώνα έλαβε προσωρινό χαρακτήρα, για να οριστικοποιηθεί στα μέσα του 11ου. Οι αντιζηλίες, η παπική αξίωση ηγεμονίας, τα λάθη των ηγεμόνων οδήγησαν στη διάσπαση της χριστιανοσύνης σε ανατολική και δυτική.
Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο υπήρξε έντονη νομοθετική δραστηριότητα, με αξιοσημείωτο έργο την Εκλογή και τη νομοθεσία των Μακεδόνων, που επανέφεραν το ιουστουνιάνειο δίκαιο (Νεαραί λέγονταν οι νόμοι του Ιουστιανιανού που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα), ενώ σημαντική υπήρξε η συμβολή τους στον περιορισμό της μεγάλης ιδιοκτησίας.
Ο στρατός απασχολούσε πολίτες και μισθοφόρους έως τον 11ο αιώνα, οπότε παραμελήθηκε και άλλαξε χαρακτήρα και προσανατολισμό. Έγινε μισθοφορικός, λιγότερο αξιόμαχος και πολύ πιο δαπανηρός. Ο στόλος, μετά από μια περίοδο ακμής, ακολούθησε την πορεία του στρατού, καταλήγοντας σχεδόν στην ολοκληρωτική διάλυση.
Την ίδια χρονική περίοδο συντελέστηκε ο πλήρης εξελληνισμός του κράτους, με την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας σε όλες τις εκδηλώσεις της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Ο εξελληνισμός συνοδεύτηκε από τη στροφή προς την πλατωνική φιλοσοφία τον 11ο αιώνα και την αναδιοργάνωση της Ανώτατης Σχολής της Πόλης από τον Βάρδα, τον 9ο αιώνα, και τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο, τον 11ο. Η σχολή, που ήταν ένα είδος σχολής για δημοσίους υπαλλήλους, ονομάστηκε Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και συντέλεσε στην πρόοδο της σπουδής των ελληνικών γραμμάτων.
Η εποχή του Ηρακλείου (610-717) & η Α’ Σταυροφορία
Ο Ηράκλειος αποδείχθηκε άξιος και σημαντικός ηγέτης, σε μια εποχή που η αυτοκρατορία δοκιμαζόταν από πολλούς εξωτερικούς εχθρούς. Οι Πέρσες, οι Άβαροι και οι Σλάβοι από την Ανατολή και το Βορρά είχαν καταστεί ιδιαίτερα επικίνδυνοι για το Βυζάντιο, που σπαρασσόταν από εσωτερικές διενέξεις. Τις καταστάσεις αυτές δυσκολεύτηκε να αντιμετωπίσει ο αυτοκράτορας, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι δεν διέθετε ούτε αξιόμαχο στρατό ούτε χρήματα.
Την άνοιξη του 622 ο Ηράκλειος έκανε απόβαση στη Μικρά Ασία, μια απόβαση που πήρε το χαρακτήρα της σταυροφορίας, με στόχο να ανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό και τα εδάφη της Ιερής Ιερουσαλήμ που είχαν καταπατηθεί από τους Πέρσες. Κατάφερε να τους συντρίψει και, παράλληλα με την εξασθένηση των Αβάρων, να συμβάλει στη δημιουργία μιας φήμης που ήθελε αήττητους τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Από τις δύο μεγάλες δυνάμεις των αρχών του Μεσαίωνα, οι Πέρσες έχασαν την ισχύ και αίγλη τους και, μετά από τις επιθέσεις των Αράβων εναντίων τους, έπαψαν να υπάρχουν ως πολιτική οντότητα. Οι Άραβες όμως δημιούργησαν νέα προβλήματα στην αυτοκρατορία.
Οι αραβικές επιτυχίες του 7ου αιώνα στέρησαν το Βυζάντιο από τις ανατολικές και νότιες επαρχίες του και τα πρωτεία ως του ισχυρότερου κράτους της εποχής. Η αυτοκρατορία περιορίστηκε εδαφικώς και μετατράπηκε σ’ ένα κράτος με ελληνικό πληθυσμό κυρίως. Το ελληνικό στοιχείο παρέμενε η πλειοψηφία στο Αιγαίο, στη Μικρά Ασία και στην Κωνσταντινούπολη, όχι όμως και στα Βαλκάνια και στην Πελοπόννησο, όπου είχαν εγκατασταθεί Σλάβοι. Μάλιστα, πολλοί κάτοικοι της Αιγύπτου και της Βόρειας Αφρικής μετεγκαταστάθηκαν στην Ιταλία, θέλοντας να αποφύγουν τον Άραβα κατακτητή.
Ο μονοθελητισμός
Θέλοντας να κλείσει το κεφάλαιο των θρησκευτικών διενέξεων, ο Ηράκλειος ξεκίνησε διάλογο με τους μονοφυσίτες επισκόπους των ανατολικών επαρχιών.
Το πρόβλημα θα λυνόταν αν η ορθόδοξη εκκλησία αποδεχόταν τις δύο φύσεις αλλά και το ένα θέλημα του Ιησού – αυτός ήταν κι ο λόγος που η σχετική διδασκαλία ονομάστηκε μονοθελητισμός. Ωστόσο καταδικάστηκε κατά την Στ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, που συγκάλεσε ο Κωνσταντίνος Δ΄.
Η εικονοκλαστική εποχή (717-867)
Κοντά στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος Δ΄ νίκησε τους Άραβες, που παρέμεναν ο κύριος εχθρός του κράτους, και ο Λέων Γ΄ τους έδιωξε οριστικά. Τότε ήταν που το απόρθητο της Πόλης δημιούργησε τη φήμη ότι την προστατεύει ο Θεός.
Κατά τον 7ο αιώνα, με την απώλεια της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, της Βόρειας Αφρικής και των βόρειων Βαλκανίων, ενδυναμώθηκε ο ελληνικός χαρακτήρας της αυτοκρατορίας. Συντάχθηκε λοιπόν ένας νέος κώδικας, γραμμένος στα ελληνικά και διαποτισμένος από το ελληνικό δίκαιο, προκειμένου να γίνεται κατανοητός. Ονομάστηκε Εκλογή, κατά διαταγή των αυτοκρατόρων Λέοντος και Κωνσταντίνου, και έπαιξε σημαντικό ρόλο ως εισηγητής μιας νέας περιόδου στην ιστορία του ελληνορωμαϊκού ή βυζαντινού δικαίου.
Η εικονοκλασική εποχή χωρίζεται σε δύο περιόδους: τη μία από το 726 έως το 780, οπότε και πραγματοποιήθηκε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, και την άλλη από το 813 έως το 843, χρονολογία κατά την οποία η Ορθοδοξία επικράτησε ολοκληρωτικά.
Τα αίτια της τακτικής που ακολούθησαν οι εικονομάχοι αυτοκράτορες ήταν κατ’ άλλους θρησκευτικά, κατ’ άλλους καθαρά πολιτικά. Υπάρχει η άποψη ότι ο Λέων Γ΄ αποφάσισε να καταστρέψει τις εικόνες για να άρει το μεγάλο εμπόδιο που παρεμβαλλόταν μεταξύ Βυζαντίου, Ιουδαίων και μωαμεθανών, που δεν τις αποδέχονταν.
Κατά μία εκδοχή, το 726 ή το 725 υπήρξε το πρώτο διάταγμα κατά των εικόνων, μετά τη δημοσίευση του οποίου ο αυτοκράτορας Λέων διέταξε την καταστροφή του αγάλματος του Χριστού που βρισκόταν σε μια από τις πόρτες εισόδου στα ανάκτορα. Η προσπάθεια καταστροφής του προκάλεσε αληθινό σάλο, με τις γυναίκες κυρίως να πρωτοστατούν στην υπεράσπισή του. Ο υπάλληλος που είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της καταστροφής του σκοτώθηκε, και ο Λέων διέταξε τη σκληρή τιμωρία των ενόχων. Η θανάτωση των υπαιτίων καταγράφεται ως η πρώτη μιας σειράς άλλων που ακολούθησαν και είχαν ως αφετηρία τους τις διαμάχες γύρω από τις εικόνες. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός και ο πάπας της Ρώμης Γρηγόριος Β΄ αντιστάθηκαν στην πολιτική του αυτοκράτορα, ενώ στην Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου πελάγους ξέσπασε επανάσταση υπέρ των εικόνων. Ο Λέων απάντησε άμεσα, αλλά η ισχυρή αντίδραση των εξεγερμένων στην ουσία εξουδετέρωσε τις αποφάσεις του διατάγματος, αναγκάζοντάς τον να συγκαλέσει εκ νέου ένα είδος Συνόδου. Η Σύνοδος του 730 καταδίκασε οριστικά τις εικόνες.
Ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει ότι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες προχώρησαν σε κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση απαγορεύοντας την ύπαρξη λειψάνων και περιορίζοντας τον αριθμό των μοναστηριών, αφήνοντας, όμως, άθικτα τα βασικά χριστιανικά δόγματα. Στόχος τους ήταν να πάρουν τη δημόσια εκπαίδευση από τα χέρια των 100.000 κληρικών που, κατά τον 8ο αιώνα, κρατούσαν μια «αφύσικη» στάση. Τα μοναστήρια, διαβλέποντας τον κίνδυνο, επιδίωξαν να μεταθέσουν την αντιπαράθεση με τους αυτοκράτορες καθαρά στο θρησκευτικό πεδίο, για να πείσουν ότι οι δεύτεροι ήταν άθεοι και αιρετικοί.
Την εποχή του Λέοντα και του Κωνσταντίνου, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, μόνο η Ιταλία δέχτηκε περίπου 50.000 πρόσφυγες μοναχούς, οι οποίοι εγκατέλειπαν τις μονές τους, καθώς αυτές μετατρέπονταν σε στρατώνες.
Δεύτερη περίοδος της Εικονομαχίας (813-843)
Η δεύτερη φάση των εικονομαχικών συγκρούσεων ξεκίνησε με το ανέβασμα στο θρόνο του Λέοντα Ε΄ (813-820). Η Σύνοδος του 815, που έγινε στο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, επανέλαβε τις βασικές ιδέες της εικονοκλαστικής Συνόδου του 754. Καταδίκασε την απαράδεκτη παράδοση της κατασκευής και λατρείας των ειδώλων, το άναμμα των κεριών και το κάψιμο θυμιάματος. Αν και πιο ανεκτική από την προηγούμενη Σύνοδο, ήταν αρκετά σκληρή με τους παραβάτες. Αναφέρεται ότι ο μοναχός Λάζαρος, που ζωγράφιζε εικόνες, καταδικάστηκε να καούν οι παλάμες του με καυτό σίδερο.
Το 820 ο Λέων Ε΄ δολοφονήθηκε και στο θρόνο ανέβηκε ο Μιχαήλ Β΄ (820-29), που προσπάθησε να πάρει μια ενδιάμεση στάση στο θέμα και απαγόρευσε κάθε επίσημη ανακίνησή του. Ο γιος του Θεόφιλος (829-42), αντίθετα, ευνόησε τους εικονομάχους και ξανάρχισε τους διωγμούς των Ορθοδόξων. Ήταν όμως εμφανές ότι στο λαό της αυτοκρατορίας ήταν κυρίαρχες οι ιδέες των εικονολατρών, και η εικονομαχική πολιτική δεν μπορούσε να βρει έδαφος. Ακόμη και η γυναίκα του Θεόφιλου, η Θεοδώρα, ήταν εικονόφιλη. Μετά το θάνατο του Θεόφιλου, η ενδημούσα Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης το 843 αναστήλωσε τις εικόνες, επικύρωσε τις αντίστοιχες αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και καταδίκασε τους ηγέτες των εικονομάχων.
Η Εικονομαχία αποτέλεσε μια από τις κύριες αιτίες του σχίσματος των δύο Εκκλησιών κατά τον 9ο αιώνα (867).
Μακεδονική δυναστεία (867-1081)
Η πρώτη περίοδος της μακεδονικής δυναστείας (867-1025), που ιδρύθηκε από τον Βασίλειο Α΄, υπήρξε πραγματικά λαμπρή, αφού ο πόλεμος κατά των Αράβων, των Βουλγάρων και των Ρώσων εστέφθη από επιτυχία, κυρίως κατά την εποχή του Νικηφόρου Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β΄, που για τις στρατιωτικές του επιτυχίες ονομάστηκε Βουλγαροκτόνος. Παράλληλα, το νομοθετικό έργο (Βασιλικά), τα διατάγματα κατά των μεγαλοκτηματιών και η πνευματική πρόοδος συνέβαλαν σε μια συνολική αναγέννηση. Η δεύτερη περίοδος διήρκεσε από το 1025 έως το 1056, δηλαδή από το θάνατο του Βασιλείου Β΄ έως εκείνον της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, τελευταίου μέλους της δυναστείας. Στη διάρκεια των χρόνων αυτών επήλθε και το οριστικό σχίσμα των δύο Εκκλησιών, το 1054.
Υστεροβυζαντινή περίοδος (1081-53)
Πολιτική-κοινωνία-εξωτερικές σχέσεις
Η πολιτική αστάθεια, η πολιτική και η στρατιωτική εξασθένηση και η συνεχώς επιδεινούμενη οικονομία του κράτους διαμόρφωσαν το χαρακτήρα της βυζαντινής κοινωνίας και υπήρξαν η αιτία για να γίνει εύκολη λεία των Οθωμανών Τούρκων.
Την ίδια περίοδο, πλάι στην ελληνική παιδεία και την ορθοδοξία, βασικούς συστατικούς παράγοντες της βυζαντινής υπηκοότητας, αναδύθηκε –στα σπάργανα ακόμη– και η ελληνική συνείδηση, που, για να σφυρηλατηθεί, χρειάστηκε να περάσει μέσα από την τουρκική σκλαβιά.
Η εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου εστιάστηκε στην αντιμετώπιση των Νορμανδών και των Σελτζούκων Τούρκων, αλλά και στο πρόβλημα που ανέκυψε με την εμφάνιση των σταυροφόρων. Ο Αλέξιος Α΄ και οι διάδοχοί του Ιωάννης Β΄ και Μανουήλ Α΄ πέτυχαν να ξαναζωντανέψουν κάτι από την παλιά αίγλη της αυτοκρατορίας, αλλά μόνο προσωρινά, αφού η εσωτερική διάβρωση ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και δρούσε ανασταλτικά. Η μάχη του Μυριοκέφαλου (1176) και η κατάληψη της Πόλης από τους σταυροφόρους (1204) σηματοδότησαν τη δημιουργία στο έδαφος της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας της λατινικής αυτοκρατορίας της Ανατολής και των δύο ελληνικών ηγεμονιών της Ηπείρου και της Νίκαιας. Από τις συγκρούσεις μεταξύ των ηγεμονιών, η δεύτερη αναδύθηκε σημαντικά ενισχυμένη και το 1261 κατέλαβε την πρωτεύουσα.
Οι εχθροί όμως που έζωναν την αυτοκρατορία πλήθαιναν. Ο σερβικός επεκτατισμός του Στέφανου Δουσάν, κυρίως όμως η εμφάνιση των Οθωμανών Τούρκων, δημιουργούσαν ένα νέο πλέγμα κινδύνου. Οι Οθωμανοί κατέκτησαν την Ασία και από το 1354 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ευρώπη, περικυκλώνοντας μεθοδικά την Πόλη.
Παράλληλα, οι εμφύλιοι πόλεμοι των Βυζαντινών αποδυνάμωναν το κράτος τους, που ανίσχυρο έβλεπε να πλησιάζει το οριστικό τέλος. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος ζήτησε τη βοήθεια της Δύσης προσφέροντας ως αντάλλαγμα την εκκλησιαστική υποταγή, αλλά δεν κατάφερε να την κερδίσει, και, αν και προσπάθησε να αναχαιτίσει τους Τούρκους, απέτυχε οικτρά. Το μόνο που του απόμενε ήταν να θυσιαστεί ο ίδιος σε ένα μάταιο αγώνα, βρίσκοντας το θάνατο τα χαράματα της 29ης Μαΐου 1453, στην Άλωση της Πόλης. Στη συνέχεια υποτάχτηκαν και τα τελευταία ελεύθερα ελληνικά εδάφη, η Τραπεζούντα και ο Μιστράς.
Με την κατάκτηση της Πόλης ο πλήρης διαχωρισμός μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας βάθυνε, παίρνοντας μια πιο ουσιαστική και μόνιμη χροιά, επέτρεψε όμως στον Ελληνισμό να διατηρήσει την ομοιογένεια και την εθνικότητά του.
Η διοίκηση
Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο υπήρξαν διοικητικές μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τα θέματα, τα οποία κατακερματίστηκαν σε μικρότερες περιφέρειες. Οι παλαιές διοικητικές διαιρέσεις είχαν πια μόνο φορολογική σημασία, και το κράτος, με ασταθές νομισματικό σύστημα και ασθενές εξωτερικό εμπόριο, φυτοζωούσε οικονομικά. Μετά την ανακατάληψη της Πόλης, ό,τι απέμεινε από το κράτος το διοικούσαν κεφαλές ή κεφαλατικεύοντες, που έδρευαν σε πόλεις ή κάστρα και εξουσίαζαν, κυρίως, μια μικρή περιοχή που εκτεινόταν γύρω τους. Δημιουργήθηκαν και διοικητικές περιοχές με ευρύτερο αλλά και προσωρινό χαρακτήρα, που τις διοικούσαν μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας.
Και σε αυτή την περίοδο συνεχίστηκε η υποβάθμιση της δυναμικότητας του στρατού και του στόλου. Ήδη από την εποχή του Αλεξίου Α΄, το κράτος αναγκαζόταν να εξαγοράζει την παραχώρηση ναυτικών δυνάμεων από τις πόλεις της Ιταλίας παραχωρώντας τους μεγάλα εμπορικά προνόμια, που σταδιακά υπέσκαψαν και την οικονομική του ισχύ. Το Βυζάντιο είχε χάσει πια την ικανότητά του να προστατεύει την ασφάλειά του με δικές του δυνάμεις, αφού ακόμη και ο στρατός του ήταν τώρα πια καθαρά μισθοφορικός.
Μια άλλη διάσταση της εποχής είναι η επάνοδος των αρχαίων κειμένων στο προσκήνιο, γεγονός που οφειλόταν στην αντιγραφή και στην υπομνηματική εργασία των Βυζαντινών. Με τον τρόπο αυτό, για άλλη μια φορά, οι αρχαίοι Ελληνες συγγραφείς άσκησαν την επιρροή τους στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς και στις παρακείμενες περιοχές της Ασίας και Αφρικής.
Η μεσαιωνική ελληνική γραμματεία συνδέθηκε με εκείνη των αλεξανδρινών χρόνων αντλώντας τα θέματά της από την αρχαία μυθολογία. Αν και διακατεχόταν από υπερβολική ρητορεία και εμιμείτο παλαιότερα πρότυπα, εμφανίζοντας σπανίως δημιουργήματα αυθόρμητα και πρωτότυπα, η συμβολή της στην πνευματική ιστορία είναι μεγάλη, εξαιτίας της συντήρησης της αρχαίας σοφίας. Οι Βυζαντινοί καλλιέργησαν κυρίως την ιστοριογραφία, την εκκλησιαστική ποίηση, τη φιλολογία και τη δημώδη γραμματεία.
Αλέξιος και Μανουήλ Κομνηνός
Οι Κομνηνοί, με πρώτο τον Αλέξιο Α΄ (1081-18), ήρθαν σε σύγκρουση με τους γραφειοκράτες της πολιτικής εξουσίας βοηθώντας στην επικράτηση του στρατιωτικού κόμματος, αλλά και στην εδραίωση του πρωτεύοντα ρόλου των μεγαλοκτηματιών.
Με αυτό τον τρόπο τερματίστηκε μια μακρά περίοδος εσωτερικών ανωμαλιών.
Ο Αλέξιος κατάφερε, ακόμη, να αντιμετωπίσει τους νέους κινδύνους που προέρχονταν από το εξωτερικό. Ο Ιωάννης, εξαιτίας των αντιλήψεών του –αρνιόταν να ζήσει πολυτελώς–, εγκαινίασε μια νέα τάξη πραγμάτων, που την επέβαλε στην αυλή του. Ο βίος του υπήρξε μια διαρκής στρατιωτική εκστρατεία.
Επί Μανουήλ Α΄ (1143-80), που ήταν δυτικόφιλος, πολλοί Ευρωπαίοι ανέλαβαν υπεύθυνες θέσεις στην κρατική μηχανή, ενώ ο παντοδύναμος Αλέξιος Κομνηνός, που ανέλαβε τη διοίκηση της χώρας εν ονόματι του γιου τού Μανουήλ, του Αλεξίου Β΄, που ήταν ανήλικος, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα ισχυρό κόμμα υπό τον Ανδρόνικο Κομνηνό.
Ο τελευταίος, εκμεταλλευόμενος τη δυσαρέσκεια μιας μεγάλης μερίδας του λαού για τη λατινόφιλη πολιτική της αυτοκράτειρας-αντιβασίλισσας Μαρίας, βάδισε, το 1182 κατά της Κωνσταντινούπολης. Μόλις έμαθε το νέο, ο λαός της πρωτεύουσας όρμησε στους Λατίνους, σφάζοντάς τους χωρίς διάκριση. Αποκεφάλισε τον αντιπρόσωπο του Πάπα, κατέστρεψε εκκλησίες και ιδρύματα και φυλάκισε και τύφλωσε τον Αλέξιο Κομνηνό. Ο Ανδρόνικος διέταξε τον πνιγμό της αυτοκράτειρας και έγινε συναυτοκράτορας του Αλεξίου Β΄.
Οι σταυροφορίες
Η αντίθεση μεταξύ του αυτοκράτορα του Βυζαντίου και των Λατίνων αρχόντων της Αντιόχειας και της Έδεσσας δεν επέτρεψε στους χριστιανούς να παραμείνουν ενωμένοι αμέσως μετά την πρώτη σταυροφορία, περίοδο κατά την οποία οι μωαμεθανοί είχαν εξασθενήσει. Εμπνευστής της Β΄ Σταυροφορίας θεωρείται ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ΄, υπό το θρησκευτικό μανδύα του μοναχού Βερνάρδου του Κλερβό. Όμως οι Δυτικοί δεν έδειξαν κανέναν ενθουσιασμό, αφού τα αποτελέσματα της προηγούμενης σταυροφορίας ήταν πενιχρά.
Το τέλος αυτής της εκστρατείας ήταν θλιβερό: οι μουσουλμάνοι όχι μόνο δεν αποθαρρύνθηκαν, αλλά άρχισαν να πιστεύουν ότι μπορούσαν να επιβληθούν στις ανατολικές χριστιανικές κτήσεις· στην Ανατολή οι διαφωνίες ανάμεσα στους πρίγκιπες, οι συνωμοσίες της αυλής και η έλλειψη στρατιωτικής πειθαρχίας διευκόλυναν ακόμη περισσότερο τα σχέδιά τους.
Ο Πάπας στόχευε και σε μια Γ΄ Σταυροφορία και έπεισε τους βασιλείς της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Γερμανίας για την υλοποίησή της. Όμως, αυτή τη φορά δεν υπήρξε κάποια γενική ιδέα, κάποιος στόχος, πέρα από την επιθυμία των συμμετεχόντων να εξασφαλίσουν καλές σχέσεις με τους ηγεμόνες των χωρών τις οποίες διέσχιζαν. Ούτε αυτή η σταυροφορία πέτυχε τίποτα το ιδιαίτερο. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες επέστρεψαν στις χώρες τους χωρίς να έχουν κατορθώσει να ελευθερώσουν την Ιερουσαλήμ. Οι χριστιανοί διατήρησαν τα παράλια μόνο από τη Γιάφα μέχρι την Τρίπολη.
Τα υλικά αιτήματα, που υπερτερούσαν των πνευματικών, ήταν αυτά που καθόρισαν το χαρακτήρα της Δ΄ Σταυροφορίας. Αν και υπήρχε η ελπίδα για ανταμοιβή σε μια άλλη ζωή και κάποια ανώτερα θρησκευτικά ελατήρια, υπερίσχυε ο πόθος για περιπέτεια και κέρδος, καθώς και η συνήθεια, την εποχή του φεουδαρχισμού, να απασχολούνται «χέρια» στον πόλεμο.
Σε κάθε νέα σταυροφορία υπερίσχυε όλο και περισσότερο ο «κοσμικός» της χαρακτήρας, κι αυτός κατέληξε να είναι η «σημαία» της τέταρτης.
Απόρροια του νέου προσανατολισμού των σταυροφοριών ήταν η τελική κατάληψη της Πόλης το 1204 και η ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα αυτής της σταυροφορίας ήταν επώδυνα τόσο για το Βυζάντιο όσο και για το μέλλον των σταυροφοριών. Με την Δ΄ Σταυροφορία έπαψε να υφίσταται το ενιαίο κίνητρο μεταξύ των λαών της Δύσεως και μετά το 1204 υπήρξε αναστολή του αγώνα για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων, καθώς οι Δυτικοί ήταν αναγκασμένοι να απασχολούν στρατό στις νέες ανατολικές τους κτήσεις.
Οι βασικές αιτίες των σταυροφοριών, συνοπτικά και σύμφωνα με απόψεις ιστορικών, θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν σε τρεις:
1. Κατά τον 11ο αιώνα υπήρξε έντονο θρησκευτικό κλίμα, στο οποίο συναινούσαν και τα θεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής. Οι πολίτες ένιωθαν ότι, όντας αμαρτωλοί, όφειλαν να στραφούν προς το μοναχισμό και τον ασκητισμό για να εξιλεωθούν.
2. Ο ρόλος και ο προσανατολισμός του πάπα Γρηγορίου Ζ΄ και η συνακόλουθη ανάπτυξη του παπισμού. Ο Γρηγόριος έβλεπε στις σταυροφορίες τη χρυσή ευκαιρία να ανοιχτούν νέοι ορίζοντες, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να επεκτείνει ακόμη περισσότερο το ποίμνιο και τη δύναμή του.
3. Τις σταυροφορίες ευνόησαν και οι οικονομικές και κοσμικές «φιλοδοξίες» των συμμετεχόντων. Η αριστοκρατία και οι ιππότες διείδαν την ευκαιρία να ικανοποιήσουν την αγάπη τους για τη περιπέτεια και τον πόλεμο. Αλλά και για κείνους και για τις κατώτερες τάξεις υπήρχαν και οι οικονομικές προσδοκίες. Η αριστοκρατία θα επένδυε σε νέες αγορές και οι φτωχότεροι θα ξέφευγαν από τα δεινά του φεουδαρχισμού.
H αυτοκρατορία της Νίκαιας (1204-261)
Μετά το τέλος της Δ΄ Σταυροφορίας και τη λεηλασία της Πόλης, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία οδηγήθηκε στην αποσύνθεση. Πάμπολλα φραγκικά και ελληνικά κράτη δημιουργήθηκαν στην επικράτειά της, και κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα υπήρξαν πολλαπλές συγκρούσεις ανάμεσά τους. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το δεσποτάτο της Ηπείρου αποτέλεσαν τρία ανεξάρτητα ελληνικά κέντρα.
Οι τελευταίοι άρχοντες της αυτοκρατορίας της Νίκαιας υπήρξαν ο γιος κι ο εγγονός του Ιωάννου Βατάτζη Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-58) και Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις (1258-61) αντίστοιχα, από τους οποίους ο πρώτος έστρεψε το ενδιαφέρον του στη δημιουργία ενός ισχυρού ελληνικού στρατού. Ήταν ο μοναδικός που γνώριζε ότι η αποτελεσματικότητά του δεν θα μπορούσε να στηριχτεί σε ξένους στρατιώτες και μισθοφόρους, γι’ αυτό και φρόντισε για τον «εξελληνισμό» του. Δυστυχώς, πέθανε το 1258 σε ηλικία μόλις 36 ετών, αφού προηγουμένως αντάλλαξε τους αυτοκρατορικούς χιτώνες του με το ένδυμα του μοναχού.
Οι δυσκολίες της εποχής επέβαλαν ως νέο αυτοκράτορα ένα δυναμικό άνδρα, το Μιχαήλ Παλαιολόγο, που εστέφθη το 1259. Δύο χρόνια αργότερα τα στρατεύματά του κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, στην οποία, αρχές Αυγούστου, εισήλθε ο ίδιος γενόμενος δεκτός από τον κόσμο ως ελευθερωτής. Μάλιστα, εστέφθη για δεύτερη φορά αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία, κατορθώνοντας να ολοκληρώσει με επιτυχία τις προετοιμασίες των προηγούμενων αυτοκρατόρων της Νίκαιας. Με αυτό τον τρόπο, αποκαταστάθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία –η έκτασή της ήταν όμως πολύ μικρότερη από εκείνη επί Κομνηνών και Αγγέλων– και η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από τη Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη. Το γέννημα των σταυροφοριών, η Λατινική Αυτοκρατορία, μετά από πενήντα επτά χρόνια καταστροφών και την επικράτηση αναρχικών καταστάσεων, διαλύθηκε οριστικά.
Η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν σε κατάσταση ερήμωσης και παρακμής και δεν είχε καμία σχέση με την πόλη που υπήρξε άλλοτε κέντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής. Μετά την αποκατάσταση η αυτοκρατορία είχε το χαρακτήρα ενός εθνικού ελληνικού μεσαιωνικού βασιλείου, το οποίο, στην πραγματικότητα, αποτελούσε τη συνέχεια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας.
Οι αυτοκράτορές της φρόντισαν για την οικονομική ευημερία της Νίκαιας, ιδίως ο Ιωάννης Βατάτζης, σε μια εποχή που η πείνα θέριζε το γειτονικό σουλτανάτο του Ρουμ, αναγκάζοντας τους Τούρκους να αγοράζουν προϊόντα πρώτης ανάγκης σε πολύ υψηλές τιμές. Ο χρυσός, το ασήμι τους, οι πολύτιμοι λίθοι και τα υφάσματά τους κυκλοφορούσαν σε αφθονία μεταξύ των Ελλήνων της αυτοκρατορίας, συντελώντας στην ευημερία τους. Ένας από τους βασικούς στόχους του Βατάτζη ήταν να ανεβάσει το επίπεδο ζωής, κυρίως για τους αγρότες και τους αστούς, δυσαρεστώντας την αριστοκρατία των μεγαλογαιοκτημόνων. Θέλοντας μάλιστα να υποστηρίξει την εσωτερική παραγωγή, απαγόρευσε επί ποινή ατιμώσεως –με την απώλεια της κοινωνικής τους θέσης– όλους όσοι αγόραζαν και φορούσαν ξένα υφάσματα.
Την εποχή των Παλαιολόγων μεταξύ των Ελλήνων αναπτύχθηκε ο πατριωτισμός, παράλληλα με την επαναπροσέγγιση της αρχαιότητας. Η παλαιά πολυεθνική αυτοκρατορία είχε μεταβληθεί σ’ ένα περιορισμένο ελληνικό κράτος. Ο πατριωτισμός και η «ανακάλυψη» του αρχαίου κόσμου, κατά το 14ο και 15ο αιώνα, αποτέλεσαν έναν από τους παράγοντες που οδήγησαν στην αναγέννηση της νέας Ελλάδας κατά το 19ο αιώνα.
Η Τρίτη Ρώμη και ο Σικελικός Εσπερινός
Η Ζωή, κόρη του Θωμά Παλαιολόγου, παντρεύτηκε τον Ιβάν (Ιωάννη) Γ΄, μεγάλο πρίγκιπα της Μόσχας, και ως τσαρίνα της Ρωσίας μετέφερε τα δικαιώματα του παρακμάζοντος Βυζαντίου σε αυτήν. Η Μόσχα άρχισε να συγκρίνεται με την «Επτάλοφο Ρώμη» και να ονομάζεται «Τρίτη Ρώμη». Ο πρίγκιπας έγινε «Τσάρος πάσης της Ορθοδοξίας» και η Μόσχα καθιερώθηκε ως «η νέα πόλη του Κωνσταντίνου», δηλαδή μια νέα Κωνσταντινούπολη.
Το 1281 ο Κάρολος του Ανζού, βασιλιάς της Σικελίας, με την υποστήριξη της Βενετίας, θέλησε να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και να ανασυγκροτήσει την αυτοκρατορία της Ρωμανίας, «που βρισκόταν υπό το ζυγό του Παλαιολόγου». Ένας τεράστιος συνασπισμός δημιουργήθηκε, απειλώντας με καταστροφή τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η σωτηρία της όμως ήρθε αναπάντεχα από τη Σικελία, όπου στις 31 Μαρτίου 1282 ξέσπασε επανάσταση εναντίον της γαλλικής κυριαρχίας, μια επανάσταση η οποία εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το νησί και έλαβε το όνομα «Σικελικός Εσπερινός». Οι αιτίες αυτού του ξεσηκωμού ήταν πολλές, κυρίως όμως οφειλόταν στην αλαζονία των Γάλλων, στην εξαντλητική φορολόγηση και στα τεράστια έξοδα στα οποία υπέβαλλε τους κατοίκους ο Κάρολος, προκειμένου να ευοδωθούν τα σχέδιά του κατά της Πόλης.
Ωστόσο, μοιραίες απέβησαν οι κινήσεις του Μιχαήλ Η΄, ο οποίος, μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, θέλησε να καταλάβει τα Βαλκάνια, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και τον Κάρολο του Ανζού. Έχοντας προσανατολίσει προς τα εκεί το στρατό του, παραμέλησε τα ανατολικά σύνορά του και δεν έλαβε υπόψη του τον κίνδυνο που υπήρχε εκεί.
Το Πάσχα του 1346 πρίγκιπες του βασιλείου της Σερβίας ίδρυσαν στα Σκόπια μια νέα αυτοκρατορία, με το δικό της ανεξάρτητο σερβικό πατριαρχείο και με αυτοκράτορα τον Δουσάν. Ο νέος ηγεμόνας έθεσε ως πρώτο του στόχο την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης υποτιμώντας τη δυναμικότητα των Τούρκων, οι οποίοι ήταν αδύνατον να νικηθούν από το σερβικό στρατό με την κακή οργάνωση που είχε, και εποφθαλμιούσαν επίσης την πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Συνέπεια της κατάστασης ήταν να μην καταφέρει ποτέ να δημουργήσει μια ελληνοσερβική αυτοκρατορία –είχε αναγνωρίσει την ελληνική γλώσσα ως ισότιμη της σερβικής και πολλά από τα διατάγματά του ήταν στα ελληνικά– η οποία θα αντικαθιστούσε τη βυζαντινή. Κατόρθωσε μόνο να δημιουργήσει την αυτοκρατορία της Σερβίας, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν πολλές ελληνικές περιοχές. Μετά το θάνατό του η αυτοκρατορία έγινε, κατά τον Ιωάννη Κατακουζηνό, «χίλια κομμάτια».
Η σύγκρουση μεταξύ του Ιωάννη Κατακουζηνού και του Ιωάννη Παλαιολόγου, σύμφωνα με τους ιστορικούς, έφερε τους Τούρκους στα Βαλκάνια. Ο Κατακουζηνός τούς κάλεσε στη χερσόνησο ως συμμάχους του, αδυνατώντας να συλλάβει ότι με την κίνησή του αυτή υπέσκαπτε τα θεμέλια της αυτοκρατορίας ή τουλάχιστον επιτάχυνε ό,τι ήταν μοιραίο να γίνει, αφού ο δυναμισμός των Τούρκων και το άγριο πάθος τους για κατακτήσεις ήταν αδύνατον να ανακοπούν.
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ και Μωάμεθ Β΄
Η ήττα της Βουλγαρίας και της Σερβίας έφερε τους Τούρκους στην Ουγγαρία, ο βασιλιάς της οποίας ζήτησε τη βοήθεια των Ευρωπαίων ηγετών. Η Γαλλία, η Αγγλία, η Γερμανία, η Πολωνία και μερικά άλλα μικρά κράτη συνασπίστηκαν, αλλά υπέστησαν οδυνηρή ήττα το 1396 στη Νικόπολη. Την ήττα ακολούθησε η λεηλασία της Θεσσαλίας και τρομερές καταστροφές στο Μοριά από το νικητή Βαγιαζίτ, που με αυτό τον τρόπο θέλησε να πλήξει τις λίγες περιοχές που ανήκαν ακόμη στην αυτοκρατορία. Στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας ο λαός, κουρασμένος και εξαντλημένος από τους πολέμους, είχε αρχίσει να αγανακτεί, κατηγορώντας το Μανουήλ ως υπεύθυνο.
Ο Μανουήλ, νιώθοντας την απειλή να πλησιάζει, ζήτησε τη βοήθεια άλλων Ευρωπαίων βασιλέων, αλλά η Μόσχα απάντησε με την αποστολή χρημάτων, η δε Γαλλία έστειλε 1.200 εξοπλισμένους άνδρες υπό τις διαταγές του στρατάρχη Μπουσινό. Ο τελευταίος, μαζί με το Μανουήλ, επιχείρησε επιδρομές στις ασιατικές ακτές του Μαρμαρά και του Βοσπόρου φτάνοντας μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Όμως δεν κατάφερε να αναχαιτίσει τους Τούρκους και, μπροστά στο αδιέξοδο, έπεισε το Μανουήλ να τον ακολουθήσει στη Γαλλία και στη Δύση, για να πείσει από κοντά τους Ευρωπαίους ηγέτες να συνδράμουν σε ένα αντιτουρκικό μέτωπο.
Προς το τέλος της ζωής του ο Μανουήλ παραχώρησε τη διοίκηση του κράτους στον άπειρο γιο του Ιωάννη, που επιχείρησε να υποστηρίξει έναν από τους διεκδικητές του τουρκικού θρόνου. Η αποτυχία της εξέγερσης εξόργισε τον Μουράτ Β΄, που το 1422 αποφάσισε να πολιορκήσει την Πόλη. Ο λαός όμως της Κωνσταντινούπολης κατόρθωσε να τον απωθήσει. Λόγω των εσωτερικών τους προβλημάτων, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη χώρα τους.
Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ (1449-53), βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη απειλή: τον Μωάμεθ Β΄, ένα σκληρό και παθιασμένο άνδρα που διψούσε για αίμα, αγαπούσε τις τέχνες και είχε οργανωτικές και πολιτικές ικανότητες.
Αρχές Απριλίου άρχισε η μεγάλη πολιορκία της πρωτεύουσας και, με μοναδική αναλαμπή την ήττα τού κατά πολύ μεγαλύτερου στόλου των Τούρκων από τέσσερα πλοία των Γενουατών που είχαν προστρέξει προς βοήθειά της, η Πόλη ένιωσε τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της. Στις 22 Απριλίου ο σουλτάνος μετέφερε το στόλο του διά ξηράς από το Βόσπορο στον Κεράτιο Κόλπο, με αποτέλεσμα ο ελληνικός και ο ιταλικός στόλος που βρίσκονταν εκεί να βρεθούν ανάμεσα σε δύο πυρά. Το σχέδιο των πολιορκημένων να κάψουν τη νύχτα τα τουρκικά πλοία μέσα στον Κεράτιο δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς προδόθηκε στον εχθρό. Στο μεταξύ, οι βομβαρδισμοί της Πόλης συνεχίζονταν επί εβδομάδες δημιουργώντας προβλήματα, κόπωση και θλίψη στους κατοίκους της και ρωγμές στα τείχη. Η πολιορκία είχε ήδη κρατήσει πενήντα ημέρες, και οι φήμες που είχαν αρχίσει να διαδίδονται, ότι καταφθάνει μεγάλος συμμαχικός στόλος, ώθησαν το σουλτάνο στην επίσπευση του τελειωτικού του χτυπήματος.
Μεγάλη απώλεια για τους πολιορκημένους ήταν ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινιάνη, ενός από τους κύριους υπερασπιστές της Πόλης, ενώ ο θάνατος του αυτοκράτορα σήμανε την αρχή της μεγάλης τουρκικής επίθεσης. Η Πόλη λεηλατήθηκε και πλήθη Ελλήνων που έσπευσαν να προστατευτούν στην Αγία Σοφία σφαγιάστηκαν. Λέγεται ότι η λεηλασία –κατά τη διάρκεια της οποίας κάηκαν ή εκλάπησαν εκατοντάδες βιβλία κι ευαγγέλια ανυπολόγιστης σπουδαιότητας και αξίας– κράτησε τρεις ημέρες και τρεις νύχτες, σύμφωνα με όσα είχε υποσχεθεί ο Μωάμεθ στους στρατιώτες του. Αμέσως μετά την επικράτησή του, ο νικητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.
Τα επόμενα χρόνια, ο Μωάμεθ πήρε από τους Φράγκους την Αθήνα και υπέταξε την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου. Ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε τζαμί, και το 1461 η Τραπεζούντα, πρωτεύουσα της άλλοτε ανεξάρτητης αυτοκρατορίας, καθώς και το δεσποτάτο της Ηπείρου, υποτάχτηκαν και αυτά.
Η ορθόδοξη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έσβησε, και στη θέση της πρόβαλε η μωαμεθανική Οθωμανική Αυτοκρατορία, της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την Ανδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη, που ονομάστηκε πλέον Ισταμπούλ.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1453-1828
Την Άλωση της Πόλης (1453) ακολούθησε, για ολόκληρο τον ελληνισμό, μια μακρά ιστορική περίοδος, η Τουρκοκρατία, που διήρκεσε σχεδόν 400 χρόνια, καταλήγοντας, το 1828, στην ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Οι Τούρκοι, λαός της Ανατολής, κατάφεραν να καταλύσουν την άλλοτε πανίσχυρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και να διακόψουν βίαια την ανάπτυξη του πολιτισμού της, σε μια εποχή κατά την οποία ο τότε γνωστός κόσμος μόλις κατάφερνε να βγει από το Μεσαίωνα. Με την Άλωση, ένα μεγάλο τμήμα αυτού του κόσμου επέστρεψε στο σκοταδισμό και ολόκληρη η Δύση καταδικάστηκε σε μια οδυνηρή στασιμότητα στην οικονομία και στον πολιτισμό.
Οι Έλληνες, στη διάρκεια των χρόνων της υποδούλωσης, επαναστατούσαν υποκινούμενοι άλλοτε από κάποιον πάπα, άλλοτε πάλι από ξένους λαούς, όπως ήταν οι Ενετοί ή οι Ρώσοι, με μόνιμη επωδό την ανελέητη σφαγή τους. Με τις εξεγέρσεις τους, όμως, αποτέλεσαν μια μόνιμη αιμμοραγούσα πληγή για το οθωμανικό κράτος και συντέλεσαν στην καλλιέργεια –για πρώτη φορά– του εθνικού φρονήματος, διατηρώντας ζωντανή τη μνήμη του ελληνισμού.
Οι Ευρωπαίοι, αν και ήταν αρκετοί αυτοί που διείδαν στην άνοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τους κινδύνους μιας αναπότρεπτης οπισθοδρόμησης, εξαιτίας κρατικών συμφερόντων και της απάθειας που επέδειξε ο πάπας, δεν έκαναν αυτό που όφειλαν και μπορούσαν: να ανατρέψουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία αμέσως μετά την Άλωση, όταν οι Τούρκοι, στα τέλη του 15ου αιώνα, είχαν οπισθοχωρήσει στα παράλια της Μικράς Ασίας, μετά από τις νίκες που σημείωσε σε βάρος τους ο Γάλλος βασιλιάς Κάρολος Η΄, και ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη.
Στα βασικά προβλήματα που προέκυψαν από την Τουρκοκρατία, αξίζει να αναφερθούν η σημαντική μείωση του ελληνικού πληθυσμού εξαιτίας της μετανάστευσης, των σφαγών, του εξισλαμισμού και του παιδομαζώματος· ο μαρασμός της γεωργίας, με τη μετατροπή των Ελλήνων γεωργών σε δουλοπάροικους – οι Τούρκοι πολεμιστές, τα τεμένη και τα διάφορα ιδρύματα απέκτησαν τα καλύτερα τμήματα καλλιεργήσιμης γης, με αντίκτυπο τη δραματική μείωση του εισοδήματος των ντόπιων, πολλοί από τους οποίους αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο εξωτερικό· η επιβολή βαρύτατης φορολογίας στους υπόδουλους, με μεγαλύτερη και σκληρότερη την εφαρμογή του κεφαλικού φόρου ή αλλιώς χαράτσι.
Οι Τούρκοι δεν είχαν ενιαία στάση απέναντι στους υπόδουλους Έλληνες.
Υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες χαλάρωναν το ζυγό και έδιναν προνόμια –αρκετές φορές εξαιτίας του φόβου ενός άλλου λαού ή για να αναχαιτίσουν την ορμή των επαναστατών–, αλλά και περίοδοι διωγμών και σφαγών.
Πολλοί από τους Έλληνες, χάρη στις γνώσεις τους, μετά την πτώση του Βυζαντίου αναρριχήθηκαν σε υψηλές θέσεις, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους. Οι ίδιοι οι Τούρκοι ονόμαζαν όλους τους υπόδουλους λαούς Ρωμαίους ή Έλληνες, σε ένδειξη αναγνώρισης της πολιτισμικής υπεροχής τους.
Στα προνόμια που δόθηκαν στους υπόδουλους Έλληνες, τα οποία τους βοήθησαν να επιβιώσουν ως λαός, θα μπορούσαν να θεωρηθούν:
Η διατήρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έστω και αν έπαιξε πολλές φορές ανασταλτικό ρόλο στη διοργάνωση επαναστατικών κινημάτων. Εξαιτίας των προνομίων του, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως απέκτησε τόσο θρησκευτική, όσο και πολιτική εξουσία. Έγινε «εθνάρχης και αυθέντης», έχοντας ως κύρια ευθύνη του να κρατά τους ομοεθνείς του υποταγμένους στο σουλτάνο.
Η ελευθερία εκτέλεσης των θρησκευτικών καθηκόντων. Η αναγνώριση δικαστικών δικαιωμάτων στους επισκόπους για υποθέσεις που αφορούσαν τους χριστιανούς.
Το δικαίωμα να διοικούνται οι κοινότητες από Έλληνες κατοίκους.
Η ενότητα των Ελλήνων ως έθνους σφυρηλατήθηκε από την κοινή μοίρα της δουλείας και η ιδέα του έθνους άργησε πολύ να πάρει την οριστική της μορφή. Κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και όλους σχεδόν τους υπόδουλους λαούς τούς κράτησαν ενωμένους η ζωντανή παράδοση της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής εποχής, συμπεριλαμβανομένου και του χάσματος που δημιουργήθηκε μεταξύ του ορθόδοξου και του ρωμαιοκαθολικού χριστιανισμού.
Παράγοντες που βοήθησαν στη δημιουργία και την τόνωση της εθνικής συνείδησης ήταν η δεινότητα των Ελλήνων στο εμπόριο και στη βιοτεχνία, ο συγχρονισμός τους με τους λαούς της Δύσης, καθώς και η αναπόφευκτη επίδραση των ιδεολογικών ρευμάτων της – ήταν μεγάλη η επιρροή τόσο του φιλελεύθερου κινήματος στην Ευρώπη, όσο και της Γαλλικής Επανάστασης.
Σημαντικότατο ρόλο στην αναζωπύρωση των ιδανικών της ελευθερίας και της εθνικής υπερηφάνειας είχαν η ίδρυση και ο πολλαπλασιασμός των ελληνικών σχολείων στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας ξαναγεννήθηκαν η ελληνική ναυτιλία και το εμπόριο. Δημιουργήθηκαν μεγάλα ναυτιλιακά κέντρα στα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά και εμπορικοί κύκλοι σε πόλεις του εξωτερικού, όπως η Βιέννη, η Μασσαλία και το Λονδίνο, που επέτρεψαν σε πλήθος Ελλήνων να αναδειχθούν και στην πορεία να βοηθήσουν τη φλόγα της επανάστασης. Η ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας ευνοήθηκε από τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας· σε αυτό βοήθησε και ο αποκλεισμός που επέβαλε ο Ναπολέοντας στην Αγγλία. Έτσι, οι Έλληνες ναυτικοί είχαν την ευκαιρία, παραβιάζοντας το διάταγμα περί αποκλεισμού, ν’ αποκομίσουν τεράστια κέρδη.
Η έντονη επιθυμία για ελευθερία, σε συνδυασμό με το άκρατο μίσος για την τυραννία, οδήγησαν τους Έλληνες να συγκροτήσουν ομάδες κλεφτών. Οι κλέφτες αντιπάλευαν την τουρκική εξουσία, έστω κι αν κάποιες φορές με τις λεηλασίες τους δημιουργούσαν προβλήματα και στους ίδιους τους Έλληνες.
Από την άλλη, οι Τούρκοι, θέλοντας να τους ελέγξουν, τους ανέθεταν τη διοίκηση των αρματολικίων. Αρκετές φορές οι κλέφτες γίνονταν αρματολοί, όπως επίσης πολλοί αρματολοί γίνονταν κλέφτες. Τόσο η κλεφτουριά, όσο και τ’ αρματολίκια, υπήρξαν σχολεία και κατά κάποιον τρόπο κέντρα εκπαίδευσης των μαχητών της επανάστασης.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία άντεξε σχεδόν τέσσερις αιώνες και, παρά την αδιαφιλονίκητη δύναμή της, στέριωσε όχι μόνο γιατί της το επέτρεψαν οι Ευρωπαίοι, αλλά και γιατί υπήρξαν Έλληνες που αλλαξοπίστησαν ή συνεργάστηκαν μαζί της και πολέμησαν λυσσασμένα τους ομοεθνείς τους. Οι εμφύλιες διαμάχες, ακόμη και στη διάρκεια της εθνικής παλιγγενεσίας, επιμήκυναν τη διάρκεια του τουρκικού ζυγού.
Πρώτες απόπειρες σταυροφορίας. Η στάση του πάπα και οι Ενετοί (1457-1469)
Πολύ σύντομα, η διστακτική Δύση διαπίστωσε ότι οι Οθωμανοί γίνονταν επικίνδυνοι και για την ίδια· γι’ αυτό και διατύπωσε την ιδέα μιας νέας σταυροφορίας. Άνδρες όπως ο Ισίδωρος ο Πελοποννήσιος, ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος και ο Ανδρόνικος ο Θεσσαλονικεύς περιτριγύριζαν την Ευρώπη και μιλούσαν για ιερό πόλεμο, ενώ πολλοί ηγέτες άρχισαν να ρίχνουν ευθύνες στον πάπα Νικόλαο Ε΄ που δεν βοήθησε στην αποτροπή της Άλωσης της Πόλης.
Οι πρώτες σοβαρές αντιδράσεις προήλθαν από το νεοεκλεγέντα στον παπικό θρόνο Κάλλιστο Γ΄, που διέταξε όλους τους χριστιανούς να νηστέψουν και να προσευχηθούν και προσκάλεσε τους Ευρωπαίους ηγεμόνες να πάρουν τα όπλα κατά των Τούρκων. Τα αποτελέσματα των ενεργειών του ήταν μηδαμινά, εξαιτίας της αρνητικής στάσης του Καρόλου Ζ΄, βασιλιά της Γαλλίας.
Η παπική πρωτοβουλία περιορίστηκε στη συγκέντρωση χρημάτων από την πώληση συγχωροχάρτων και στο να επανδρωθούν μερικές γαλέρες με πειρατές που είχαν στρατολογηθεί γι’ αυτό το σκοπό, οι οποίοι, υπό τις εντολές του πατριάρχη της Απουλίας, Λουδοβίκου, κατέλαβαν τα νησιά Λέσβο, Σαμοθράκη και Θάσο, προκαλώντας την οργή του σουλτάνου, ο οποίος τα απέσπασε και τα ένωσε με το απέραντο κράτος του.
Ο διάδοχος του Καλλίστου, Πίος Β’, με τη βοήθεια του πιστού του φίλου, του Βησσαρίωνα, αφοσιώθηκε στη μεγάλη ιδέα της σταυροφορίας κατά των απίστων, ζητώντας από τους ηγεμόνες της Δύσης, τον Ιούνιο του 1459, να συμμετάσχουν σε σύνοδο στη Μάντουα. Παρά την ευγλωττία και το πάθος του, το αποτέλεσμα ήταν και πάλι αμελητέο. Για τους Δυτικούς προείχαν τα κρατικά συμφέροντα.
Ο πάπας βλέποντας τα αδύναμα αντανακλαστικά των Δυτικών, έστειλε τον Βησσαρίωνα στην Ασία. Εκείνος επέστρεψε δύο χρόνια αργότερα –ονομάστηκε Λουδοβίκος, πατριάρχης Αντιοχείας–, συνοδευόμενος από τους πρέσβεις του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, του σάχη της Περσίας, του σουλτάνου της Μεσοποταμίας και των ηγεμόνων της Γεωργίας και της Αρμενίας.
Παράλληλα, ιεροκήρυκες διέτρεχαν τις χώρες καλώντας σε γενικό ξεσηκωμό και, με την απειλή του αφορισμού, οι πιστοί υποχρεώνονταν να αγοράσουν, έναντι 20.000 δουκάτων, συγχωροχάρτια. Λόγω του φόβου που προκαλούσαν οι Τούρκοι, πείστηκαν τελικώς και οι Ενετοί (Βενετοί), που μαζί με το δούκα της Μοδένης, την Μπολόνια και την πολιτεία της Λούκας, απέστειλαν γαλέρες και δυνάμεις στην Ανκόνα, η οποία είχε οριστεί ως τόπος συγκέντρωσης.
Στο μεταξύ, οι Ενετοί είχαν αρχίσει τις εχθροπραξίες με τον Μωάμεθ τον Β΄ ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την έχθρα μεταξύ των αδελφών Παλαιολόγων, είχε καταλάβει την Πελοπόννησο και είχε στραφεί κατά των ενετικών κτήσεων.
Με αρχιστράτηγο τον Μπερτόλντο Έστε, ο ενετικός στρατός, αποτελούμενος από 12.000 άνδρες, οδηγήθηκε στο Ναύπλιο, στρατολόγησε φυλακισμένους από την Κρήτη και επιδίωξε να ξεσηκώσει κατά των Τούρκων τους υποδουλωμένους Έλληνες κυρίως της Σπάρτης, της Μάνης, της Αρκαδίας και των νησιών του αρχιπελάγους.
Την επιτυχή στρατιωτική επιχείρηση ακολούθησαν νίκες των ενωμένων Ελλήνων και Αλβανών υπό τις εντολές του Μιχαήλ Ράλλη και του Πέτρου Μπούα, που ανάγκασαν το μέγα βεζίρη Μαχμούτ Πασά να διαμηνύσει στο σουλτάνο ότι η κατάσταση στην Πελοπόννησο είναι κρίσιμη. Όταν οι Ενετοί πληροφορήθηκαν ότι καταφτάνει στρατός 80.000 εκλεκτών στρατιωτών, εγκατέλειψαν κακήν-κακώς το τείχος που επισκεύαζαν στο Εξαμίλιο, κοντά στον Ισθμό, και έλυσαν την πολιορκία της Κορίνθου, καταφεύγοντας στο Ναύπλιο. Οι Τούρκοι τούς νίκησαν, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν την Πελοπόννησο και τους επαναστατημένους.
Στο μεταξύ, ο Ομάρ, ένας από τους Τούρκους στρατηγούς, λεηλάτησε τα περίχωρα της Κορώνης, συλλαμβάνοντας 500 αιχμαλώτους τους οποίους έστειλε στο σουλτάνο, ο οποίος με τη σειρά του διέταξε να διαμελιστούν.
Οι Σπαρτιάτες, αν και προδομένοι από τους Ενετούς, συνέχισαν τον πόλεμο, αλλά η μάχη ήταν άνιση. Έτσι, προκειμένου να μην ξαναγίνουν υποτελείς των Τούρκων, κατέφυγαν στον Ταΰγετο.
Ο Βησσαρίων επισκέφτηκε τη Γερμανία, τη Βορματία και τη Βιέννη, ζητώντας τη συνδρομή τους, και επέστρεψε στη Ρώμη αληθινό ράκος.
Παρ’ όλα αυτά, η σταυροφορία θα πραγματοποιούνταν αν δεν πέθαινε αιφνιδιαστικά ο εμψυχωτής της, Πίος ο Β΄, ο οποίος έπασχε από χρόνια αρθρίτιδα που επιδεινώθηκε από την εκστρατεία, στην οποία επέμενε να συμμετάσχει προσωπικά. Λίγο πριν το τέλος του, στις 12 Αυγούστου, προϋπάντησε το στόλο του δόγη με τα λόγια: «Αλίμονο! Ως τώρα μου έλειπαν τα πλοία, τώρα όμως θα λείψω εγώ από αυτά». Ο θάνατός του, την επομένη, έδωσε άδοξο τέλος στις πολεμικές προετοιμασίες. Τη στρατηγία των Ενετών ανέλαβε ο Τζιάκομο Μπαρμπαρίγκο, που με τη βοήθεια Ελλήνων υπό τον Μιχαήλ Ράλλη, πολιόρκησε την Πάτρα. Στη μάχη που δόθηκε σκοτώθηκε ο Μπαρμπαρίγκο και σουβλίστηκε ο Ράλλης.
Ο κολπάρχης Βίκτωρ Καπέλο, όμως, κατέκτησε τα νησιά Ίμβρο, Θάσο και Σαμοθράκη, και επιδίωξε να καταλάβει την Αθήνα. Κατέσφαξε τους Τούρκους που βρίσκονταν στην πόλη, αλλά στη συνέχεια, επειδή αντιστεκόταν η Ακρόπολη, εγκατέλειψε την Αττική και πήγε στην Πελοπόννησο, όπου πληροφορήθηκε το θάνατο του φίλου του, Μπαρμπαρίγκο. Πέθανε το Μάρτιο του 1467 στην Εύβοια, από οδύνη.
Οι ενετικές επιτυχίες περιορίστηκαν στη θάλασσα, αφού η βοήθεια που ζήτησαν επανειλημμένα δεν ήρθε ποτέ και βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον πάπα Παύλο Β΄ ο οποίος τους απείλησε με αφορισμό και κατάργησε το φόρο που οι ίδιοι επιβάλει είχαν στον κλήρο, υπέρ του πολέμου.
Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε Ενετούς και Τούρκους ξανάρχισαν το 1469, με το ναύαρχο Νικολό Κανάλι που λεηλάτησε ελληνικά παράλια και έκανε δούλους 2.000 αμάχους, επειδή δεν δέχτηκαν να ασπαστούν το φρόνημα των Ενετών.
Οι προσπάθειες για συμπαράταξη των Δυτικών ενάντια στους Τούρκους συνεχίστηκαν με προσωρινές μόνο συμφωνίες, που κατέληγαν στην απραξία και τη λεηλασία ή στις σφαγές άλλοτε από τους μεν και άλλοτε από τους δε.
Πολιορκία Χαλκίδας, Λήμνου και Ρόδου, προσπάθεια νέας σταυροφορίας, Κροκόδειλος Κλαδάς (1470-1489)
Ο Μωάμεθ Ο Β΄, για να εκδικηθεί τους Ενετούς, στις αρχές Ιουνίου του 1470, με 120.000 άνδρες από ξηράς και με τη συνδρομή του μεγάλου βεζίρη Μαχμούτ Πασά, με 300 πλοία και 70.000 άνδρες, κατέσφαξε όσους αντιστάθηκαν στην Ίμβρο και στη συνέχεια στράφηκε κατά της Λήμνου και της Σύρου, για να καταλήξει στη Χαλκίδα.
Ο διοικητής της, βάιλος Παύλος Ερίτζο, και ο αρχηγός του στρατού, Λουδοβίκος Κάλβο, με τη συμβολή των γυναικών, αντιστάθηκαν γενναία για 17 ημέρες, σκότωσαν σε πέντε εφόδους περισσότερους από 20.000 Τούρκους και βύθισαν 30 γαλέρες. Συνέλαβαν δε και κρέμασαν από τα κάγκελα του παραθύρου του το διοικητή του πυροβολικού, Θωμά Σκλάβο, που επιχείρησε να συνεργαστεί με τους Τούρκους. Τελικώς, όμως, ο Μωάμεθ, αφού στρατολόγησε άνδρες από τις γύρω περιοχές, κατέλαβε την πόλη, σούβλισε και συνέτριψε με πέτρες τους άνδρες της φρουράς, έσκισε στα δύο τον Ερίτζο και έσφαξε την κόρη του, Άννα, που αντιστάθηκε στον Μωάμεθ.
Στο μεταξύ, ο ναύαρχος Κανάλι, που αρνήθηκε να βοηθήσει τους πολιορκημένους, κατέφυγε στην Κρήτη και συνελήφθη, για να σταλεί στη Δημοκρατία της Βενετίας και να καταδικαστεί σε ισόβια εξορία.
Η προσπάθεια για τη διοργάνωση σταυροφορίας διακόπηκε για άλλη μια φορά, εξαιτίας του θανάτου ενός άλλου πάπα, του Παύλου Β΄. Μόνος στην προσπάθεια να συμπαρασύρει τους Δυτικούς στον αγώνα κατά των Τούρκων παρέμεινε ο Βησσαρίων, ο οποίος, όμως, εξευτελίστηκε στη Γαλλία και πέθανε λυπημένος στο δρόμο προς τη Ρώμη, στις 19 Νοεμβρίου του 1472. Ο αρχιστράτηγος των Ενετών, Πέτρος Μοτσενίγκο, στρατολόγησε ιππείς από διάφορα μέρη της Ελλάδας, λεηλάτησε τη Λέσβο, τη Δήλο και άλλα νησιά των Κυκλάδων και κατέπλευσε στο Ναύπλιο, όπου ενώθηκε με το συμμαχικό στόλο. Δυστυχώς, οι έριδες για τα πρωτεία απέτρεψαν τη συνέχεια του διαβήματος.
Οι εχθροπραξίες μεταξύ Ενετών και Τούρκων συνεχίστηκαν με αξιοσημείωτη την πολιορκία της Λήμνου, την οποία έσωσε ο ηρωισμός μιας Ελληνίδας: η Μαρούλα, αρπάζοντας το ξίφος και την ασπίδα του χτυπημένου πατέρα της, παρότρυνε τους κατοίκους να πολεμήσουν με ηρωισμό κατά του Σουλεϊμάν, ο οποίος αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία.
Στη Ρόδο που αντιστεκόταν, ο μέγας μάγιστρος Πέτρος Ντ’ Ομπουσόν ζήτησε με εγκύκλιο τη βοήθεια ιπποτών από διάφορες χώρες.
Η συμφιλίωσή τους με τους Ενετούς και η επιμονή του Δημήτριου Σοφιανού και του Αντώνιου Μελίγαλου, ευνοουμένων του μεγάλου βεζίρη Μαζίχ Παλαιολόγου, έφεραν, στις 23 Μαΐου 1480, τους Τούρκους στη Ρόδο.
Ο Ντ’ Ομπουσόν με τον ηρωισμό του ξεσήκωσε τους ιππότες, που με τη βοήθεια των πυροβόλων έριξαν τους Τούρκους στη θάλασσα. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, με αποκορύφωμα την περικύκλωση από δώδεκα γενίτσαρους του Ντ’ Ομπουσόν. Ο μέγας μάγιστρος τους σκότωσε έναν προς έναν και αιμόφυρτος παρέσυρε τους ιππότες που σκόρπισαν το θάνατο. Η δίμηνη πολιορκία λύθηκε, αφήνοντας πίσω της 9.000 νεκρούς εισβολείς και 15.000 τραυματίες.
Παράλληλα, διάφοροι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου αρνούνταν να υποταχθούν, μεταξύ των οποίων και ο Κροκόδειλος Κλαδάς, ο οποίος, με 16.000 επικηρυγμένους κλέφτες και αντάρτες, κάλεσε τη Μάνη σε επανάσταση και σημείωσε σπουδαίες νίκες.
Για να αποστασιοποιηθούν στα μάτια του Μωάμεθ, ο φρούραρχος Κορώνης Νικολό Νοβαγέρ και ο αρμοστής Νικολό Κονταρίνι συνέλαβαν τη γυναίκα, τα παιδιά και τα δύο αδέλφια του και το συμβούλιο των Ενετών τον επικήρυξε με 10.000 χρυσά βυζαντινά νομίσματα.
Με τη βοήθεια του βασιλιά Φερδινάνδου, που τον υποδέχτηκε στη Νεάπολη, και του Ιωάννη Καστριώτη, ο οποίος υπηρετούσε στο στρατόπεδο του δούκα της Καλαβρίας, ο Κλαδάς αποβιβάστηκε στην Ήπειρο, καταστρέφοντας καθετί τουρκικό.
Στην Τουρκία, ο θάνατος του Μωάμεθ Β΄ έφερε σε σύγκρουση τους δύο γιους του, Βαγιαζήτ και Ζεμ. Ο δεύτερος έχασε τη μάχη και κατέφυγε στη Ρόδο, ζητώντας την προστασία των ιπποτών της. Τότε, ο μέγας μάγιστρος έστειλε επιστολές στους χριστιανούς ηγεμόνες, εξορκίζοντάς τους να προχωρήσουν σε νέα σταυροφορία, καθώς η παρουσία του Ζεμ στο πλευρό τους παρείχε μοναδική ευκαιρία.
Μετά την αποτυχία των ενεργειών του, συμφωνήθηκε να παραδοθεί ο Ζεμ στον πάπα Ιννοκέντιο Η΄, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε για να διοργανώσει σταυροφορία.
Ο διάδοχός του, όμως, ο πάπας Αλέξανδρος δεν έδειξε τον ίδιο ζήλο: άφησε να ξεθυμάνει το φιλοπόλεμο κλίμα που είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη και φυλάκισε τον Ζεμ στο φρούριο του Αγίου Αγγέλου.
Νέες προσπάθειες σταυροφορίας από τους Γάλλους και τον πάπα (1492-1503)
Ο νέος βασιλιάς της Γαλλίας, Κάρολος Η΄, θέλησε να συμπαρασύρει την Ευρώπη κατά των Τούρκων, το ένθερμο δε κήρυγμά του αποτέλεσε αιτία να γραφτούν ποιήματα και να επινοηθούν προφητείες και όνειρα. Στα σχέδιά του αντιτάχθηκε ο επικεφαλής της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, Αλέξανδρος ΣΤ΄ (Βοργίας), ο οποίος και τα γνωστοποίησε στο σουλτάνο Βαγιαζήτ. Στις 31 Δεκεμβρίου 1494, ο Κάρολος μπήκε στη Ρώμη την οποία είχαν καταλάβει τα γαλλικά στρατεύματα και απελευθέρωσε τον Ζεμ, που ήθελε επικεφαλή του στρατού του. Όμως, μετά το δηλητηριασμό του τελευταίου από τον πάπα, ο Γάλλος βασιλιάς προσπάθησε να προσεταιριστεί το μέγα μάγιστρο της Ρόδου και να συνεννοηθεί με Έλληνες και Αλβανούς.
Η επανάσταση κατά των Τούρκων αποτράπηκε, αφού συνελήφθη στην Ενετία ο αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου, προδόθηκε το σχέδιο στους Τούρκους και διατάχθηκε η σύλληψη του Κωνσταντίνου Αρριανίτη, ενός από τους βασικούς υποστηρικτές του.
Οι επιτυχίες του Καρόλου στην Ιταλία και οι φήμες ότι θα έκανε απόβαση στην Ελλάδα θορύβησαν τον Βαγιαζήτ, ο οποίος ετοιμάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, και τους Τούρκους, που εγκατέλειψαν τα παράλια της Ιλλυρίας, της Ηπείρου, της Ακαρνανίας και της Μακεδονίας. Όμως, για άλλη μια φορά οι ελπίδες δεν ευοδώθηκαν, αφού ο Κάρολος, υπό το φόβο ευρωπαϊκού συνασπισμού εναντίον του, εγκατέλειψε την Ιταλία αφήνοντας τους ξεσηκωμένους Έλληνες στα χέρια των εξαγριωμένων κατακτητών.
Το 1499, ο Βαγιαζήτ ο Β΄ κήρυξε τον πόλεμο στους Ενετούς και διέταξε μεγάλες δυνάμεις να επιτεθούν κατά των κτήσεών τους στην Ελλάδα.
Αυτές κατέλαβαν με εξαιρετική ευκολία το πιο σημαντικό προπύργιο των Ενετών, τη Ναύπακτο, καθώς επίσης τη Μεθώνη, και έσφαξαν τους υπερασπιστές της.
Από την πλευρά τους, οι Ενετοί, με αρχιστράτηγο τον Βενέδικτο Πέζαρο που είχε υπό τις διαταγές του εκλεκτό σώμα Ελλήνων ιππέων, καταδίωξαν τον τουρκικό στόλο και λεηλάτησαν τη Μυτιλήνη, την Τένεδο, τη Σάμο, την Αίγινα και την Πύλο.
Στο μεταξύ, ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ΄, για λόγους συμφέροντος, έδειξε να αλλάζει άποψη: προώθησε (χωρίς επιτυχία) την ιδέα ενός συνασπισμού αποτελούμενου από τους βασιλιάδες της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ουγγαρίας, τους Ενετούς και το ιπποτικό τάγμα της Ρόδου. Παρά τις ηρωικές προσπάθειες του Πέτρου Ντ’ Ομπουσόν να πολεμήσει ακόμη και μόνος ή να πείσει σε σύμπραξη τους ηγεμόνες της Ασίας, δεν υπήρξε συνέχεια. Κανείς πια δεν είχε εμπιστοσύνη στους Ευρωπαίους.
Κατάκτηση της Ρόδου, εμπλοκή Γερμανών, συντριβή του τουρκικού στόλου στη Ναύπακτο (1505-1585)
Ό,τι συνέβη το 15ο αιώνα επαναλήφθηκε και το 16ο αιώνα. Οι Τούρκοι γίνονταν όλο και πιο ισχυροί, επεκτείνοντας τα όρια της αυτοκρατορίας τους και προκαλώντας δέος στους Ευρωπαίους. Οι τελευταίοι, από φόβο, έκαναν απόπειρες για τη διοργάνωση σταυροφοριών, αλλά όλες διαλύονταν πριν καν ξεκινήσουν. Τα συμφέροντα και η μικροπολιτική των ηγεμόνων της Δύσης –παρά τη συνθήκη του Καμπρέ, του 1508, που όρκιζε τους συμμάχους κατά των Τούρκων– είχε ως απόρροια την έκθεση των Ελλήνων σε μεγαλύτερους κινδύνους. Ο πάπας Ιούλιος Β΄, με εγκυκλίους, προσπάθησε να ενώσει τις δυτικές δυνάμεις, που μαστίζονταν όμως από τις μεταξύ τους φιλονικίες. Στη συνέχεια, ο φιλέλληνας πάπας Λέων Ι΄ απείλησε με αφορισμό τους χριστιανούς ηγεμόνες προκειμένου να συνδράμουν σε έναν αναγκαστικό πόλεμο κατά των Τούρκων, οι οποίοι στα μάτια του γίνονταν απειλητικοί, ιδιαίτερα όταν πληροφορήθηκε ότι ο Σελίμ, στα τέλη του 1518, αποθήκευε άφθονα τρόφιμα στην Αυλώνα.
Όμως, οι Ευρωπαίοι, μετά το θάνατο του αυτοκράτορα της Γερμανίας, Μαξιμιλιανού, επιδόθηκαν και πάλι σε εμφύλιες διαμάχες.
Η Ρόδος, στο μεταξύ, αντιστεκόταν στις ορδές των Τούρκων, που αυτή τη φορά (18 Ιουνίου 1521) τελούσαν υπό τις διαταγές του βεζίρη Μουσταφά. Στις 24 Σεπτεμβρίου έγινε γενική έφοδος κατά των οχυρωμάτων του νησιού, η οποία ανακόπηκε, αφήνοντας πίσω της 15.000 νεκρούς Τούρκους.
Ο σουλτάνος θα αποχωρούσε αποκαρδιωμένος, αλλά από τον προδότη Αμαράλ –που συνελήφθη από τους Ροδίτες και θανατώθηκε– έμαθε ότι οι πολιορκημένοι βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Ο μέγας μάγιστρος έκανε ό,τι μπορούσε, επέβλεπε μόνος του όλες τις εργασίες του φρουρίου και κοιμόταν τραυματισμένος με τα όπλα ανά χείρας. Στη διάρκεια της πολιορκίας πέθαναν σχεδόν 100.000 Τούρκοι, που όμως αυξάνονταν σε αριθμό με συνεχείς ενισχύσεις. Τελικώς, και υπό την πίεση της οδυνηρής πραγματικότητας στην οποία είχαν περιέλθει οι πολιορκημένοι, ο μέγας μάγιστρος αναγκάστηκε να παραδώσει την πόλη στις 22 Δεκεμβρίου του 1522. Τη συνθήκη την καταπάτησαν οι γενίτσαροι, οι οποίοι προέβησαν σε λεηλασίες και βιαιοπραγίες, κατέστρεψαν τις τοιχογραφίες του Αγίου Ιωάννη, διέλυσαν τα αγάλματα, άνοιξαν τους τάφους και κατέστρεψαν τους βωμούς. Τα λείψανα του τάγματος του Αγίου Ιωάννη, μαζί με 4.000 κατοίκους, εγκατέλειψαν για πάντα το νησί.
Αμέσως μετά, οι Τούρκοι υπέταξαν τα νησιά Κω, Λέρο, Κάλυμνο, Νίσυρο, Χάλκη, Τήλο, Λιμονία, Σύμη και το φρούριο της Αλικαρνασσού.
Στο μεταξύ, οι ιππότες που είχαν αναχωρήσει από τη Ρόδο και περιπλανιώνταν μαζί με κάποιους κατοίκους της επιδίωξαν να ξεσηκώσουν σε επανάσταση τους Έλληνες. Η μυστική προετοιμασία και συνωμοσία επανάστασης στη Ρόδο –στην οποία συμμετείχαν και Τούρκοι προύχοντες– κατέληξε στη σφαγή του μητροπολίτη Ροδίου Ευθυμίου και άλλων Ελλήνων. Αν και υπήρξε η σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄ και του βασιλιά της Αγγλίας, Ερρίκου, καθώς και η θετική στάση του πάπα, τον Απρίλιο του 1529 εξαιτίας της προδοτικής αργοπορίας ενίσχυσης των μυημένων από τους ιππότες, σφάχτηκαν όλοι όσοι συνωμοτούσαν.
Το 1532 ξεκίνησε πόλεμος μεταξύ Σουλεϊμάν και Γερμανών, με τον Κάρολο Ε΄ να διορίζει αρχιναύαρχο τον Αντρέα Ντόρια, ο οποίος κυρίευσε την Κορώνη (με τη βοήθεια των Ελλήνων Θεόδωρου Αγιαποστολίτη, Μιχαήλ Καλόφωνου και Νικολάου Μαμουνά) και λεηλάτησε τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου ξεσηκώνοντας τους Έλληνες σε επανάσταση. Οι Έλληνες, για πολλοστή φορά, έπεσαν θύματα των υποσχέσεων. Με την προτροπή του Ντόρια, έσφαξαν τους Τούρκους, αλλά έμειναν μόνοι όταν ο αρχιναύαρχος τους εγκατέλειψε εξαιτίας του χειμώνα και γύρισε στην Ιταλία.
Ο Σουλεϊμάν απέναντι στο στόλο του Καρόλου αντέταξε τον τρομερό πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, ο οποίος πολιόρκησε την Κέρκυρα. Αν και δεν κατόρθωσε να την καταλάβει, την κατέκαψε, κάτι που έκανε και στους Παξούς, λίγο πριν αποβιβαστεί στην Ήπειρο. Ο σουλτάνος, όμως, παραλίγο να πάθει μεγάλη ζημιά, εξαιτίας λιγοστών Ελλήνων Χιμαριωτών που, υπό τις οδηγίες του οπλαρχηγού Δαμιανού, έκαναν τη νύχτα έφοδο στο στρατόπεδό του. Ένα κλαδί που έσπασε πρόδωσε τον Δαμιανό, ο οποίος συνελήφθη και δολοφονήθηκε, όπως και δεκάδες Χιμαριώτες.
Στο δυτικό στρατόπεδο, οι πρωτοβουλίες του πάπα Παύλου Γ΄ είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρξει, στις 8 Φεβρουαρίου 1538, συμμαχία μεταξύ του αυτοκράτορα Καρόλου και του φιλότουρκου Γάλλου βασιλιά Φραγκίσκου. Ο Σουλεϊμάν, όταν πληροφορήθηκε τη συμμαχία, διέταξε τον Χαϊρεντίν να επιτεθεί στις ενετικές κτήσεις. Ο τελευταίος προέβη στη σφαγή αθώων μοναχών στο νησί Στροφάδες.
Οι δύο δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες στις 25 Σεπτεμβρίου έξω από τον Αμβρακικό κόλπο, με τις τουρκικές να πετυχαίνουν μια σημαντική νίκη.
Στις αρχές του 1540, η Δημοκρατία της Βενετίας έκανε συμφωνία ειρήνης με τους Τούρκους, με βαρύτατους όμως όρους, αφού αναγκάστηκε να παραδώσει το Ναύπλιο, τη Μονεμβασιά, δύο φρούρια στη Δαλματία και όλα τα νησιά του Αιγαίου που είχε κατακτήσει ο Χαϊρεντίν, καθώς και 3.000.000 δουκάτα ως πολεμική αποζημίωση.
Αρκετοί Έλληνες, όπως ο σοφός Κερκυραίος Αντώνιος Έπαρχος, που έγραψε στη Βενετία το έργο «Θρήνος εις της Ελλάδος καταστροφήν», και οι Ιάκωβος Βασιλικός, δεσπότης Σάμου και Πάρου, Ιάκωβος Διασωρίνος «κύριος της Δωρίδος», συνέχιζαν να ζητούν τη βοήθεια των Δυτικών.
Επειδή οι Χιμαριώτες δεν πλήρωναν φόρο και έκαναν συνεχείς επιδρομές στις γειτονικές χώρες, 8.000 στρατιώτες υπό την αρχηγία του Πιαλή έσπευσαν εναντίον τους. Όμως, εκείνοι κρύφτηκαν στα βουνά και αιφνιδιαστικά επιτέθηκαν κατά των Τούρκων, τρέποντάς τους σε φυγή.
Ο πόλεμος μεταξύ Ενετών-Τούρκων συνεχίστηκε, με τον Σεμπαστιάνο Βενιέρι να έχει την απόλυτη εξουσία στις κτήσεις της πρώτης στην Ανατολή.
Μόνη κατά του Σελίμ, η Δημοκρατία της Βενετίας έπεισε τον πάπα Πίο Ε΄ να ενισχύσει τις προσπάθειές της, γεγονός που οδήγησε, στις 25 Μαΐου του 1574, στη σύναψη συμμαχίας με το βασιλιά της Ισπανίας στη Ρώμη. Αποτέλεσμα αυτής υπήρξε η συντριβή του στόλου των Τούρκων από το συμμαχικό στόλο υπό την αρχηγία του Δον Ζουάν του Αυστριακού, γύρω από τις Εχινάδες και τη Ναύπακτο.
Στη Μάνη, οι αδελφοί Μελισσηνοί, ο αρχιεπίσκοπος Επιδαύρου Μακάριος και ο χωροδεσπότης Θεόδωρος, αφού ζήτησαν μάταια τη συνδρομή του Δον Ζουάν, δημιούργησαν στρατό από 25.000 πεζούς και 3.000 ιππείς, τον οποίο διατήρησαν για δύο ολόκληρα χρόνια με δικά τους έξοδα.
Οι Τούρκοι είχαν κλονιστεί από την ήττα στη Ναύπακτο: ο στόλος τους είχε καταστραφεί και ο στρατός ξηράς είχε υποστεί μεγάλες απώλειες στον πόλεμο της Κύπρου. Φοβούμενοι το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης επανάστασης, ξεκίνησαν σφαγές και λεηλασίες στο Αιγαίο, στη Θεσσαλονίκη και στον Άθω: περί τα 30.000 άτομα σκοτώθηκαν, φυλακίστηκαν ή οδηγήθηκαν στα κάτεργα. Μεταξύ των θυμάτων συγκαταλέγονταν οι αρχιεπίσκοποι Πατρών και Θεσσαλονίκης, που κάηκαν στην πυρά.
Στο μεταξύ, ο πειρατής Ουλούτζ Αλής, που είχε κατορθώσει να διασώσει μέρος του στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου και είχε ονομαστεί ναύαρχος, κατάφερε να του προσδώσει το κύρος του άτρωτου, κυρίως γιατί ο ενετικός στόλος έδειχνε διστακτικός να αναμετρηθεί μαζί του.
Στις 7 Μαρτίου του 1573, η Δημοκρατία της Βενετίας και ο Σελίμ υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης.
Οι Έλληνες, αποκαμωμένοι από τις συνεχείς υποσχέσεις και την τελική αδιαφορία των Δυτικών για την τύχη τους, άρχισαν να κοιτάζουν προς την πλευρά την ανατολής: προς την ομόθρησκη Ρωσία.
Το 1585, ο αρματολός Βόνιτσας και Λούρου, Θεόδωρος Μπούας Γρίβας επαναστάτησε ξεσηκώνοντας τους Έλληνες της Ακαρνανίας και της Ηπείρου. Το ίδιο έκαναν και οι αρματολοί Ηπείρου, Πούλιος Δράκος και Μαλάμος, που κατέλαβαν την Άρτα και έφτασαν μέχρι τα Γιάννενα. Οι αγώνες τους, όμως, δεν είχαν συνέχεια: ο Θεόδωρος Γρίβας και ο αδελφός του, Γκίνο, σκοτώθηκαν σε μάχη.
Οι δούκες Σαβοΐας και Νεβέρ ξεσηκώνουν τους Έλληνες (1588-1620)
Η Κύπρος, από το 1191, πέρασε σε διάφορα χέρια: στους Άγγλους, τους Γάλλους –με τον οίκο του Λουζινιάν να διατηρεί την εξουσία επί 281 χρόνια–, στους Ενετούς, στον οίκο της Σαβοΐας και τελικώς στους Τούρκους. Γύρω στο 1590, μετά από αναποτελεσματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Σαβοΐας και Τούρκων, ο δούκας της Σαβοΐας, στον οποίο προσέβλεπαν επίσης οι Κύπριοι και οι Έλληνες Μακεδονίας και Ηπείρου, θέλησε να την καταλάβει. Με τη βοήθεια του πατριάρχη Σωφρονίου Δ΄ του Πελοποννήσιου και του αρχιεπισκόπου Κύπρου, οργανώθηκε μυστικά ο λαός του νησιού και ανέμενε το γενικό πρόσταγμα. Όμως, πέρασαν επτά χρόνια και ο δούκας δεν το αποφάσιζε, γεγονός που ανάγκασε τον οπλαρχηγό Βίκτωρα Ζεμπετό να σηκώσει, χωρίς αποτέλεσμα, τη σημαία της επανάστασης.
Εκτός, όμως, από τον οίκο της Σαβοΐας, οι Ευρωπαίοι κάθε φορά που εμπλέκονταν σε μάχες με τους Τούρκους, δημιουργούσαν νέες προσδοκίες. Κάτι ανάλογο συνέβη με το στόλο του δούκα της Τοσκάνης και των ιπποτών της Μάλτας και της Νεάπολης, που περιτριγύριζαν τις ελληνικές θάλασσες και έκαναν ζημιές στους Τούρκους.
Το 1609, ο δούκας του Νεβέρ, Κάρολος Γκονζάγκα, θέλοντας να ανακτήσει το θρόνο των Παλαιολόγων, ζήτησε τη βοήθεια των Ελλήνων. Αξίωνε κληρονομικά δικαιώματα ως εγγονός και κληρονόμος της Μαργαρίτας Μομφεράτου· μάλιστα, στην Πελοπόννησο, ο επίσκοπος Μάνης Νεόφυτος και ο μητροπολίτης Λακεδαίμονος Χρύσανθος Λάσκαρης τον προσφωνούσαν Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Με απεσταλμένους στην τουρκοκρατούμενη Ευρώπη, ξεκίνησε την προετοιμασία της επανάστασης. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1612, στην Κούκη της Αλβανίας, συγκεντρώθηκαν αντιπρόσωποι από την Αλβανία, τη Βοσνία, τη Μακεδονία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, την Ερζεγοβίνη και από άλλες χώρες, και μελέτησαν τα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσουν. Παράλληλα, ο δούκας κατάφερε να πείσει τον πάπα και το βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ΄ να τον βοηθήσουν. Δημιούργησε, μάλιστα, χριστιανική στρατιά, της οποίας έγινε αρχηγός.
Δυστυχώς, οι μεν ηγέτες δεν του χορήγησαν τελικώς τη βοήθεια που του υποσχέθηκαν, ο δε στόλος του, από πέντε πλοία, έγινε στάχτη από πυρκαγιά.
Οι Τούρκοι θεωρούσαν τους χριστιανούς «απειθάρχητους και αποστάτες» σύμφωνα με τα λόγια φιλότουρκου Έλληνα, επειδή με την παραμικρή αφορμή επαναστατούσαν, έστω κι αν γνώριζαν ότι οι πιθανότητες ευόδωσης των προσπαθειών τους ήταν μηδαμινές, όπως συνέβη στην Ήπειρο με τον αρχιερέα Διονύσιο Τρίκκη, που μπήκε αρματωμένος στα Γιάννενα, αλλά πιθανώς προδομένος, νικήθηκε και θανατώθηκε. Οι Τούρκοι, θέλοντας να προλάβουν παρόμοιες καταστάσεις, ενοχοποιούσαν ακόμη και αθώους, όπως τον αρχιεπίσκοπο Φαναρίου και Νεοχωρίου Σεραφείμ (ανακηρύχθηκε άγιος), τον οποίο θανάτωσαν με βασανιστήρια.
Άλωση της Κρήτης, ξεσηκωμός της Μάνης, νίκες σε Λευκάδα, Πρέβεζα και Πελοπόννησο (1645-1687)
Στα μέσα του 17ου αιώνα έληξε η περίοδος ειρήνης μεταξύ Ενετών και Τούρκων. Επί ημέρες, οι Τούρκοι εισχωρούσαν στο εσωτερικό του φρουρίου των Χανίων μέσω υπονόμων και ρηγμάτων στα τείχη, και απωθούνταν για να επανέλθουν δριμύτεροι. Χωρίς εφόδια και βοήθεια, οι πολιορκούμενοι παραδόθηκαν στις 12 Αυγούστου 1645, σχεδόν δύο μήνες από την απόβαση των Τούρκων στο Θοδωρό.
Ακολούθησε η πολιορκία του Ρεθύμνου, με τους πολιορκημένους να επιχειρούν ηρωικές εξόδους και τους οποίους είχαν σπεύσει να βοηθήσουν Ενετοί και Έλληνες υπό την αρχηγία του Γκονζάγκα, του Κορνάρου και του Μελή.
Μετά το θάνατο από σφαίρα του στρατηγού του Ρεθύμνου, ο οποίος πολέμησε γενναία, την αιχμαλωσία γυναικόπαιδων και νέων συγκρούσεων, οι πολιορκημένοι που είχαν αποδεκατιστεί από τον πόλεμο και τις αρρώστιες παρέδωσαν το νησί.
Μετά το Ρέθυμνο, σειρά είχε ο Χάνδακας (Ηράκλειο), τον οποίο υπερασπίζονταν ο Γκονζάγκα, ο Γκιλντά και ο Μάρα.
Επειδή ο πόλεμος στην Κρήτη διαρκούσε χρόνια (είχαν ήδη παρέλθει 13 έτη), ο σουλτάνος κάλεσε το 1658 στην Κωνσταντινούπολη τον αρχηγό της εκστρατείας Ντελή Χουσεΐν και τον αποκεφάλισε. Στη θέση του διόρισε τον Μεχμέτ Πασά, τον επονομαζόμενο Κατριζόγλη.
Την ίδια περίοδο, ο ενετικός στόλος λεηλάτησε τα νησιά Πάρο, Νάξο, Κάρπαθο, Ίο, Θήρα, Μήλο, Κίμωλο, Σίφνο, Σύμη, Πολύκανδρο, Αμοργό, Κίμωλο κ.ά, αλλά έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή και έπαθε μεγάλες καταστροφές.
Η πρόσκαιρη νίκη του ενετικού στόλου κατά του τουρκικού στις Φώκιες (6 Μαΐου) έδωσε το απαιτούμενο θάρρος στους πολιορκημένους στο Χάνδακα, οι οποίοι βγήκαν από το φρούριο και καταδίωξαν τους Τούρκους.
Ο νικητής στόλος, υπό τον Φώσκολο, κυρίευσε τη Λέρο και τη Σύρο και ενώθηκε με τον Μοροζίνι και ο στόλος υπό τον Λάζαρο Μοτσενίγκο νίκησε τον τουρκικό στον Ελλήσποντο στις 14 Ιουνίου 1656. Όμως, σε νέα ναυμαχία στον Ελλήσποντο πυρπολήθηκε η ναυαρχίδα του και ο ίδιος σκοτώθηκε.
Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι συνέχισε να διαπλέει το Ιόνιο και το Αιγαίο πέλαγος, λεηλατώντας και κυριεύοντας νησιά ή πόλεις, όπως την Καλαμάτα, το Καστελόριζο και τη Σκιάθο. Ο Μοροζίνι, με τη βοήθεια Γάλλων, θέλησε να ανακτήσει τα Χανιά, αλλά οι δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τους επαναστατημένους κατοίκους στην τύχη τους. Όμως, δεν αρκούσε η ορμή μόνο των Τούρκων για να καταλάβουν την Κρήτη. Χρειάστηκε η βοήθεια του Παναγιώτη Νικούσιου –διερμηνέα του βεζίρη Αχμέτ Κιουπρουλή, που κατέφτασε στην Κρήτη για να την υποτάξει– και του Κρητικού Ανδρέα Βαρότση, ο οποίος πρόδωσε τα σχέδια των πολιορκημένων. Ο Μοροζίνι κατέστρεψε τον τουρκικό στόλο που είχε αποπλεύσει από τα Χανιά, προχώρησε όμως σε διαπραγματεύσεις για να σταματήσει η αιματοχυσία. Οι Τούρκοι συμφώνησαν, όχι όμως και οι πολιορκούμενοι στο Χάνδακα, που προτιμούσαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα, παρά να ζήσουν υπό ζυγό. Έτσι, ολόκληρο το νησί παραδόθηκε στους Τούρκους.
Ο πόλεμος στην Κρήτη διήρκεσε 25 χρόνια και κόστισε ιδιαίτερα σε Ενετούς και Τούρκους. Η Δημοκρατία της Βενετίας ξόδεψε 120 εκατ. δουκάτα και, μόνο στην πολιορκία του Χάνδακα έχασαν τη ζωή τους 36.000 χριστιανοί και 100.000 Τούρκοι.
Στη διάρκεια του πολέμου στην Κρήτη σήκωσαν το λάβαρο της επανάστασης οι Μανιάτες και οι Χιμαριώτες. Οι Μανιάτες, σκληρός και ανεξάρτητος λαός, έκαναν πειρατικές επιδρομές κατά των Τούρκων, δημιουργούσαν όμως προβλήματα και στα πλοία των Ενετών. Ο Μοροζίνι, μαζί με 10.000 Μανιάτες και 3.000 άλλους Έλληνες, κατέκτησε την Καλαμάτα, την οποία όμως λεηλάτησε και παρέδωσε στις φλόγες.
Οι Μανιάτες, ωθούμενοι από τους Ενετούς, κούρσευαν τα τουρκικά πλοία και στα τέλη του 1667 εισχώρησαν στον τουρκικό στόλο που πολιορκούσε την Κρήτη και πυρπόλησαν καράβια του. Ο Αχμέτ Κιουπρουλής, για να απαλλαγεί από αυτούς, τους πρότεινε να συνεργαστούν προσφέροντάς τους διπλάσιο μισθό από ό,τι στους υπόλοιπους στρατιώτες. Αυτοί αρνήθηκαν, με αποτέλεσμα εκείνος να διατάξει το σκληρό πειρατή Χασάν Μπαμπά να επιτεθεί στη Μάνη. Η προσπάθειά του να αποβιβαστεί στα παράλιά της προσέκρουσε στο πάθος και στην ορμή ντόπιων γυναικών και ανδρών. Μάλιστα, τη νύχτα, δέκα Μανιάτες έπεσαν στη θάλασσα και έκοψαν τα σχοινιά από τις άγκυρες, ντροπιάζοντας τον Χασάν Μπαμπά ο οποίος έσπευσε να απομακρυνθεί με το μοναδικό πλοίο που σώθηκε.
Η Μάνη, τελικώς, κατακτήθηκε με τη βοήθεια των ίδιων των Μανιατών που είχαν διαχωριστεί στα δύο, εξαιτίας της διχόνοιας ανάμεσα στις οικογένειες των Στεφανοπουλέων και των Ιατραίων· διαφορά την οποία εκμεταλλεύτηκε ο μέγας βεζίρης Κιουπρουλής με τον καλύτερο τρόπο.
Οι νέες διαμάχες που ξέσπασαν μεταξύ Ενετών και Τούρκων κατέληξαν στην κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους πρώτους – με τους οποίους συνασπίστηκαν Ιταλοί, Γερμανοί και Έλληνες. Δεν άργησαν όμως να την εγκαταλείψουν, αφού στερήθηκαν τη βοήθεια της Ευρώπης και των ντόπιων.
Στη νέα συμμαχία της Δημοκρατίας της Βενετίας, του αυτοκράτορα της Γερμανίας, του πάπα και του βασιλιά της Πολωνίας, οι Επτανήσιοι κατάθεσαν ενθουσιασμό, χρήμα και την πολεμική τους ετοιμότητα. Μεταξύ αυτών ήταν ο Ευστάθιος Ρωμανός (Μανέτας), τον οποίο ο Μοροζίνι διόρισε αρχηγό του καταδρομικού στόλου.
Ο Μοροζίνι, διάφοροι Επτανήσιοι (Κεφαλλονίτες, Ιθακήσιοι, Ζακυνθινοί και Κερκυραίοι) και οι Στερεοελλαδίτες αρματολοί Αγγέλης Σουμίλας ή Βλάχος από τα Ιωάννινα, Πάνος Μεϊτάνης από την Ακαρνανία και το Μικρό Χορμόπουλο από τα Άγραφα επιχείρησαν να καταλάβουν τη Λευκάδα. Είχε προηγηθεί η σύλληψή τους από τους Ενετούς –αφού ως αντάρτες έκαναν επιθέσεις και εναντίον τους– και επίθεση Αλγερινών πειρατών. Οι ίδιοι, αφού ζήτησαν να αντιμετωπίσουν τους πειρατές, τους αποδεκάτισαν κερδίζοντας την εύνοια του πλοιάρχου.
Οι Τούρκοι, αν και πολέμησαν με γενναιότητα, στο τέλος παρέδωσαν το φρούριο και τη Λευκάδα. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, στη διάρκεια της πολιορκίας, Κεφαλλονίτες λεηλάτησαν την περιοχή, κλέβοντας 24.000 πρόβατα από τους ντόπιους, τα οποία όμως αναγκάστηκαν να επιστρέψουν μετά από παρέμβαση του Μοροζίνι.
Στις 8 Νοεμβρίου, ημέρα γιορτής του αγίου Μιχαήλ, ο Μοροζίνι κατέλαβε και το φρούριο της Πρέβεζας και διέταξε να μετατραπεί το κυριότερο τέμενος σε χριστιανική εκκλησία στο όνομα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Είχε προηγηθεί, κατά την πολιορκία της Λευκάδας, η βεβήλωση εκ μέρους των Τούρκων τοιχογραφίας του Αρχαγγέλου.
Η πιθανότητα μιας νέας σταυροφορίας κατά των Τούρκων επανέφερε τον ενθουσιασμό στις τάξεις των Ελλήνων. Μάλιστα, εκ μέρους του ιεροκήρυκα του γένους, Ηλία Μηνιάτη, νεαρού τότε σπουδαστή στη Βενετία, υπήρξε δέηση υπέρ της απελευθέρωσης των Ελλήνων, οι οποίοι συνέχιζαν να πληρώνουν σε αίμα κάθε νέα απόπειρα. Μαρτυρικό θάνατο βρήκε ο αρχιερέας Κορίνθου Ζαχαρίας, ο οποίος και ονομάστηκε άγιος, αφού θεωρήθηκε ότι είχε προχωρήσει σε συνεννοήσεις με τους Ενετούς. Οι Μανιάτες και οι Χιμαριώτες, για άλλη μια φορά, σήκωσαν τη σημαία της επανάστασης και ζήτησαν τη βοήθεια των Ενετών, απειλούμενοι από το σερασκέρη της Πελοποννήσου, Ισμαήλ Πασά. Τους Χιμαριώτες προσπάθησε να ανακόψει, χωρίς αποτέλεσμα, ο πασάς του Δελβίνου, ο οποίος αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή. Μετά τη νίκη τους, οι Χιμαριώτες έστειλαν στην Κέρκυρα, στον Μοροζίνι, τα κεφάλια των εχθρών τους, ζητώντας δύο γαλέρες με όπλα και πολεμοφόδια.
Η κατάσταση σε ό,τι αφορούσε την πολεμική ικανότητα της Τουρκίας ήταν δραματική. Ο σουλτάνος, για να ξεσηκώσει το λαό του, πρόσφερε από τα προσωπικά του χρήματα 1.000.000 γρόσια και κατέθεσε στο νομισματοκοπείο χρυσά και αργυρά κοσμήματα. Η ανταπόκριση ήταν ανύπαρκτη, με εξαίρεση το μεγάλο βεζίρη που υποσχέθηκε να εξοπλίσει και να μισθοδοτήσει 1.000 στρατιώτες. Οι τιμαριούχοι από καιρό δεν συμμετείχαν οι ίδιοι στον πόλεμο, οι πασάδες είχαν εξαντληθεί από τους πολέμους και πολλοί κάτοικοι των πεδιάδων, για να αποφύγουν τη στρατολόγηση, είχαν ανέβει στα βουνά. Έτσι, ο σουλτάνος υποχρέωσε με διάταγμα κάθε σπίτι να παράσχει ένα στρατιώτη. Αρχιστράτηγος στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα ορίστηκε ο Οσμάν Πασάς, ο οποίος επιτέθηκε κατά των Μανιατών καίγοντας χωριά και σφάζοντας γυναικόπαιδα. Οι Μανιάτες αντεπιτέθηκαν και σκότωσαν 1.800 Τούρκους, αναγκάζοντας τον πασά σε οπισθοχώρηση.
Οι σύμμαχοι βάδισαν κατά της Κορώνης και ο Μοροζίνι, για να τρομάξει τους πολιορκημένους, διέταξε να καρφώσουν τα κεφάλια 120 Τούρκων σε δόρατα, μαζί με τις σημαίες που είχαν αποσπάσει. Με μια αιφνιδιαστική κίνηση, κατάφερε να επιφέρει θανάσιμο χτύπημα στο εχθρικό στρατόπεδο που το αποτελούσαν 12.000 στρατιώτες, αλλά οι πολιορκημένοι συνέχισαν να αντιστέκονται. Μετά από πολύωρη μάχη, οι επιτιθέμενοι μπήκαν στο φρούριο, το οποίο παρέδωσαν στις φλόγες. Λέγεται ότι δολοφονήθηκαν 3.000 άνθρωποι, ενώ 200 κλείστηκαν σε φυλακές και 1.200 γυναικόπαιδα έγιναν δούλοι. Μετά την Κορώνη, οι σύμμαχοι κατέλαβαν και την Καλαμάτα.
Την ίδια περίοδο, οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν τη Γερμανία και την Πολωνία, με τις ήττες –παράλληλα με εκείνες από το συνασπισμό Ελλήνων και Ενετών– να εντείνουν την απαισιοδοξία τους.
Τον Απρίλιο του 1686, ο Μοροζίνι, με τη βοήθεια του πάπα και της Μάλτας, αποφάσισε την άλωση της Πελοποννήσου ξεκινώντας από το Ναυαρίνο και τη Μεθώνη και καταλήγοντας στην πρωτεύουσά της, το Ναύπλιο. Στη μάχη που προηγήθηκε της κατάκτησης του Ναυπλίου, σκοτώθηκαν 1.400 Τούρκοι και 350 Χριστιανοί. Ο Μοροζίνι παραχώρησε αυτοδιοίκηση στην ελληνική κοινότητα και στον ίδιο, όπως και στους πρωτότοκους γιους του, απονεμήθηκε ο τίτλος του ιππότη.
Η είδηση της ήττας στην Πελοπόννησο σήμανε για τους Τούρκους τριήμερη νηστεία και προσευχές από το σουλτάνο, ο οποίος φόρεσε πένθιμα ρούχα και επισκέφτηκε το τζαμί. Εκεί, όμως, ο μουφτής κατηγόρησε τον ίδιο το σουλτάνο ότι ήταν υπαίτιος των καταστροφών, επειδή, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, δεν τέθηκε επικεφαλής του στρατού του. Το πλήθος εξαγριώθηκε, αλλά ο σουλτάνος δήλωσε ότι σκόπευε να εκστρατεύσει ο ίδιος στην Ουγγαρία, όπου είχε χαθεί και το τελευταίο προπύργιο του ισλαμισμού.
Ο λαός κλήθηκε στα όπλα και από τα τεμένη αφαιρέθηκαν χρήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, παρά την αντίδραση του μουφτή, που εξορίστηκε.
Την ίδια χρονιά όμως (1687) ξέσπασε επιδημία χολέρας στην Πελοπόννησο, την οποία και εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι, κάνοντας συνεχείς επιδρομές. Ο Μοροζίνι πρόφτασε να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Πελοποννήσου. Νίκησε τον Αχμέτ Πασά, που είχε διοριστεί σερασκέρης στη θέση του Ισμαήλ στην Πάτρα, και κατέλαβε την πόλη. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τη Ναύπακτο, την οποία ο Αχμέτ Πασάς εγκατέλειψε, αφού έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του Αντιρρίου, και ανατίναξε το φρούριο και τους δύο πύργους. Τέλος, κατέλαβε με ευκολία και την Κόρινθο, αναγκάζοντας τους Τούρκους να εγκαταλείψουν την Πελοπόννησο.
Επανάσταση στη Στερεά, εγκατάλειψη Αθήνας και Εύβοιας, δράση του Γερακάρη (1688-1692)
Η επανάσταση άρχισε να εξαπλώνεται στη Στερεά Ελλάδα από τους αρματολούς Σουμίλα, Μεϊντάνη, Βαλαωρίτη, Σπαθόγιαννο, Χορμόπουλο, Λιβίνη, Κούρμα, Σπανό και τους επισκόπους Φιλόθεο των Σαλώνων (Άμφισσας), Ιερόθεο των Θηβών, Μακάριο Λάρισας και Αμβρόσιο Εύβοιας.
Ο Μοροζίνι και ο Βενιέρι, με τη συνδρομή Μανιατών και ανδρών από τα Κύθηρα υπό τον Νικόλαο Καλούτση, επιχείρησαν να καταλάβουν τη Μονεμβασία, ανεπιτυχώς, εξαιτίας ενός απρόοπτου γεγονότος: το πλοίο του Γενουάτη ιππότη Μαρκαντόνιο Καρατίνο ανατινάχθηκε και το πλήρωμά του κάηκε. Το Σεπτέμβριο, ο συμμαχικός στόλος κατέπλευσε στον Πειραιά και ο στρατός πολιόρκησε την Ακρόπολη, αλλά ξαφνικά, μια μεγάλη έκρηξη στην κορυφή της έκοψε στα δύο και μετέβαλε σε ερείπιο τον Παρθενώνα. Ο πανικός που προκλήθηκε από την πυρκαγιά και ο θάνατος του πασά και του γιου του οδήγησαν τους πολιορκημένους στη συνθηκολόγηση. Ο Μοροζίνι καταμέτρησε τους κατοίκους των Αθηνών και τους χορήγησε δημοτικά προνόμια και τοπική κυβέρνηση, παραχωρώντας δικαιώματα και στον αρχιεπίσκοπο. Πολύ σύντομα, όμως, οι δυσκολίες οχύρωσης της πόλης και η αδυναμία διατήρησης στρατεύματος σε αυτήν οδήγησαν τους συμμάχους στην εγκατάλειψη της Αθήνας.
Ο οθωμανικός στρατός, μαθαίνοντας τα νέα των αλλεπάλληλων ηττών, εξεγέρθηκε και βάδισε κατά της Κωνσταντινούπολης, προκαλώντας τον εκθρονισμό του Μωάμεθ Δ΄ και τη στέψη του Σουλεϊμάν Β΄.
Ο αρχηγός του στρατού, μεγάλος βεζίρης Σουλεϊμάν, καρατομήθηκε και ανέλαβε ο αρχηγός των επαναστατών Τσαούς Πασά. Από την άλλη πλευρά, οι Ενετοί όρισαν γενικό προβλεπτή του «βασιλείου του Μορέως» τον Ιάκωβο Κορνάρο και ανέθεσαν τη διοίκησή του στους γερουσιαστές Τζερόλιμο Ρενιέρι, Δομένικο Γκρίτι και Μαρίνο Μικιέλι. Εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να εξαπλώνεται η χολέρα και ως λύση προτάθηκε η εγκατάλειψη της Αθήνας από το στρατό και τους κατοίκους της, οι οποίοι, τελικώς, μετεγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές.
Ο Μοροζίνι, αποχωρώντας από την Αθήνα, θέλησε να πάρει μαζί του τον Ποσειδώνα, το ζευγάρι τα άλογα του δυτικού αετώματος και την Άπτερο Νίκη, που όμως καταστράφηκαν από την αδεξιότητα των εργατών. Έτσι, ο Μοροζίνι πήρε μαζί του ένα λέοντα που βρισκόταν κοντά στο ναό του Θησέα και μια λέαινα, μαζί με τον καθισμένο λέοντα στο μυχό του λιμανιού. Ο γραμματέας του Μοροζίνι παρέλαβε το κεφάλι της Απτέρου Νίκης, ένας άλλος Ενετός αξιωματικός πήρε κομμάτι από τις πλάκες πάνω στις οποίες ο Φειδίας είχε φιλοτεχνήσει τη ζωφόρο του Παρθενώνα και ένας Δανός λοχαγός πήρε δύο κεφαλές, από τις μεσημβρινές μετόπες που είχαν πέσει από την έκρηξη.
Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, στις 21 Οκτωβρίου, οι σύμμαχοι εγκατέλειψαν και την Εύβοια, αφού ο Μοροζίνι, στηνπροσπάθειά του να καταλάβει τη Χαλκίδα, έχασε εκατοντάδες άνδρες και τον Κένιξμαρκ, «ψυχή» του στρατοπέδου του, κυρίως από τις αρρώστιες που προσέβαλαν 4.000 Ενετούς και 400 Μαλτέζους.
Οι ήττες των Οθωμανών από τις δυνάμεις των Γερμανών, Ενετών, Αυστριακών και Πολωνών τούς ανάγκασαν να επιζητήσουν τη συνθηκολόγηση, που δεν επιτεύχθηκε εξαιτίας των υπερβολικών απαιτήσεων των συμμάχων. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες του πολέμου, αύξησαν τη φορολογία των πολιτών της επικράτειάς τους και επιδίωξαν να προσεταιριστούν τους Έλληνες ακολουθώντας μια πιο φιλελληνική στάση. Απελευθέρωσαν, μάλιστα, τον Λιβεράκη Γερακάρη που ήταν για οκτώ χρόνια φυλακισμένος στο ναύσταθμο και τον αναγόρευσαν ηγεμόνα της Μάνης.
Ο Γερακάρης ερωτεύτηκε την Ελληνίδα Αναστασία –που καταγόταν από τον ευγενή οίκο των Βουχουζεστίδων και ήταν ανιψιά του πρώην ηγεμόνα της Μολδαβίας, Δούκα– και μ’ ένα τέχνασμα κατάφερε να την παντρευτεί. Είκοσι μέρες αργότερα, διατάχθηκε να βαδίσει κατά της Ελλάδας.
Οι Ενετοί διόρισαν τον Τζερόλιμο Κορνάρο αρχιστράτηγο, στη θέση του άρρωστου δόγη Μοροζίνι, και επικεφαλής του στρατού στην Ελλάδα έγινε ο δούκας Γκουαντάνι από την Αβινιόν. Ως στόχος τέθηκε η κατάληψη της Μονεμβασίας, που παρέμενε υπό τουρκικό ζυγό.
Το φρούριο έπεσε μετά από 14 μήνες πολιορκίας και αφού οι πολιορκητές μέτρησαν εκατοντάδες θύματα, μεταξύ αυτών και τον πλοίαρχο Λορέντζο Βενιέρι, ο οποίος αποκεφαλίστηκε από σφαίρα πυροβόλου που κατεύθυνε ένας άλλοτε υπήκοος της Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο τελευταίος, μετά την άλωση του φρουρίου, όπως και άλλοι εννέα αρνησίθρησκοι, βρήκε βίαιο θάνατο.
Στο μεταξύ, οι Τούρκοι, θέλοντας να διώξουν από την Κρήτη τους Ενετούς, ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με φρουρούς της Σούδας και της Σπιναλόγκας και κατέλαβαν, με την προδοσία του αρχηγού Λουκά Δελαρόκα, εκείνο της Γραμβούσας.
Τότε, ο αρχιστράτηγος Μοτσενίγκο πρότεινε την άλωση των Χανίων, για αντεκδίκηση, αλλά και γιατί αποτελούσε ισχυρό εφαλτήριο για την κατάληψη ολόκληρου του νησιού. Αναγκάστηκε, όμως, να λύσει την πολιορκία όταν έμαθε ότι στην Πελοπόννησο οι Τούρκοι αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερα ερείσματα.
Ο Γερακάρης, βλέποντας το στόλο να φεύγει, παρακίνησε το σερασκέρη να εισβάλουν στην Πελοπόννησο, την οποία μπορούσαν εύκολα να καταλάβουν, αφού ο ίδιος είχε ήδη συνεννοηθεί με αρκετούς ντόπιους.
Πραγματικά, ο Γερακάρης εισέβαλε στην Πελοπόννησο και πέρασε από Κόρινθο, Ακροκόρινθο, Άργος και Ναύπλιο, παραδίνοντας όλους αυτούς τους οικισμούς στις φλόγες. Όμως, η νικηφόρος πορεία διακόπηκε όταν ο προβλεπτής της Ναυπάκτου, Μάρκο Βενιέρι, με ενισχύσεις που κατέφτασαν, κατάφερε να τρέψει σε φυγή τους πολιορκητές.
Άλωση της Χίου από τους Ενετούς, δράση αρματολών, εξευμενισμός των Ελλήνων (1693-1699)
Στις αρχές του 1694, μετά το θάνατο του δόγη Φραγκίσκου Μοροζίνι, που είχε αναλάβει και πάλι την αρχιστρατηγία του ενετικού στρατού, τη θέση του πήρε ο διοικητής του βασιλείου της Πελοποννήσου, Ζένος. Τότε αποφασίστηκε και η άλωση της Χίου, που ήταν ορμητήριο των Τούρκων και βάση για την κατάκτηση της Κρήτης και της Χαλκίδας.
Την περίοδο 1689-1694, στη Στερεά Ελλάδα, οι αρματολοί έδιωξαν τους Τούρκους και ενώ στην αρχή, θέλοντας τη βοήθεια των Ενετών, δήλωναν υποταγή, μετά κήρυσσαν την ανεξαρτησία τους και προέβαιναν σε λεηλασίες γειτονικών επαρχιών. Το ίδιο έκαναν και Ρουμελιώτες, που εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο και τον ενετικό στρατό με τον οποίο πολεμούσαν, και μαζί με τους Σκλαβούνους αποσπούσαν λάφυρα από τους Τούρκους ή καταλάμβαναν κάποια ελεύθερη περιοχή. Αν και οι Ενετοί επέβαλλαν μέχρι και την ποινή του θανάτου στους λιποτάκτες, οι λιποταξίες ανήλθαν μέχρι και σε δύο χιλιάδες.
Οι Ενετοί έστειλαν εναντίον των λιποτακτών Έλληνες μισθοφόρους υπό την αρχηγία των αδελφών Χρίστου Βαλαωρίτη και Αγγέλη Σουμίλα, οι οποίοι όμως απωθήθηκαν από τον Μεϊτάνη και τον Λουδορέκα, με συνέπεια πολλοί από τους Έλληνες που υπηρετούσαν στο στρατό των Ενετών να αυτομολήσουν στους αρματολούς. Στο μεταξύ, ο Γερακάρης ισχυροποιούνταν ολοένα περισσότερο, στρατολογώντας ντόπιους –για να αποκτήσει τοπική επιρροή, παντρεύτηκε μια ωραία και πλούσια νέα από το χωριό Μαυρύλο, που η οικογένειά της είχε διασυνδέσεις στην Ευρυτανία και την Υπάτη–, σε βαθμό να θεωρηθεί από τους Ενετούς επικίνδυνος.
Έστειλαν λοιπόν τον Ιωάννη Λάμπη, που τον είχε βοηθήσει να δραπετεύσει όταν ήταν δέσμιος των Τούρκων, να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Ο Γερακάρης, στο πεδίο της μάχης υπέστη δεινή ήττα από τον Μεϊτάνη, τον Σπαθόγγιανο, τον Λουδορέκα, τον Κούρμα και τον επίσκοπο Φιλόθεο, οι οποίοι τον ανάγκασαν να υποχωρήσει με μεγάλες απώλειες στο Καρπενήσι.
Στις 9 Φεβρουαρίου, ο οθωμανικός στόλος επιχείρησε να ανακαταλάβει τη Χίο, κάτι που κατάφερε χωρίς μεγάλη αντίσταση, γεγονός που οδήγησε τη γερουσία στην καθαίρεση του Ζένο, ο οποίος πέθανε στη φυλακή.
Ο νέος σερασκέρης της Ελλάδας, Ιμπραήμ Πασά, που ζήτησε τη βοήθεια των Ελλήνων προκειμένου να εκδιωχθούν οι Ενετοί με αντίτιμο ελευθερίες, προνόμια και στρατιωτικούς βαθμούς, και ο Γερακάρης, ο οποίος είχε ανακτήσει το κύρος του με συνεχείς νίκες, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον ενετικό στρατό έξω από το Άργος. Στη πολύωρη μάχη, ο νέος προβλεπτής της Πελοποννήσου, Αυγουστίνο Σαγκρέντο, τους νίκησε αναγκάζοντας τον πασά να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο. Η νίκη αποδόθηκε και στη βοήθεια που προσέφεραν οι κάτοικοι του Άργους, του Ναυπλίου και της Κορίνθου, στους οποίους έγινε μείωση φόρου και παραχωρήθηκαν αξιώματα.
Ο Γερακάρης, πεισμένος από το φίλο του, Λάμπη, πήγε με το μέρος των Ενετών, οι οποίοι τον ονόμασαν ιππότη του Αγίου Μάρκου. Όμως, μετά από λεηλασίες της Φθιώτιδας, της Ευρυτανίας και της Άρτας, παραιτήθηκε και πήγε στην Ιταλία όπου πέθανε αργότερα.
Μετά από 15 χρόνια πολέμου, στις 23 Οκτωβρίου 1698, υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ Τουρκίας, Βενετίας, Αυστρίας και Πολωνίας. Στη Δημοκρατία της Βενετίας παραχωρήθηκαν η Πελοπόννησος με την Αίγινα και τη Λευκάδα, χάθηκαν όμως η Ναύπακτος, το Αντίρριο, η Πρέβεζα και το Ξηρομέρο, που είχαν καταληφθεί.
Απόψεις περιηγητών για τους Έλληνες, ανακατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, επέμβαση της Ρωσίας (1701-1771)
Κατά το 17ο αιώνα, οι απόψεις που εκφράστηκαν για τους Έλληνες από διάφορους, Δυτικούς κυρίως, περιηγητές, επικεντρώνονταν στο μίσος μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων ή στην αμάθεια και την αποκοπή των Ελλήνων από την περίφημη ιστορία τους. Χαρακτηριστικά ήταν τα σχόλια των Γάλλων Τεβενό και Κορνέιγ Λεμπρούν, που υποστήριξαν ότι οι Έλληνες ήταν άπιστοι και μισούσαν περισσότερο τους καθολικούς παρά τους Τούρκους, ή εκείνα των Μιραμπάλ και Λακρουά, οι οποίοι κατηγορούσαν τους Έλληνες για αμάθεια, αλλά διέβλεπαν σε αυτούς και κάποια ζωηρότητα πνεύματος. Η αντιπάθεια των Ελλήνων κατά των Δυτικών, όποτε και αν εκφράστηκε, πιθανώς οφειλόταν στη διαφορετική θρησκευτική αντίληψη (γι’ αυτό και κάποια εποχή στράφηκαν προς την ομόθρησκη Ρωσία), στην καταπίεση την οποία οι Δυτικοί ασκούσαν στα νησιά του Αιγαίου ή στις κτήσεις τους και στο γεγονός ότι τους εγκατέλειπαν κάθε φορά που το απαιτούσε το συμφέρον της πατρίδας τους. Δεν ήθελαν, όμως, και τον τουρκικό ζυγό· απόδειξη η τελική επανάσταση και η επικράτησή της.
Οι διαμάχες μεταξύ Τούρκων και Ενετών ξανάρχισαν, με τους πρώτους, υπό τον Νταμάτ Αλή, να καταλαμβάνουν την Πελοπόννησο μέσα σε μόλις 101 ημέρες. Ανάμεσα στις πόλεις που κατακτήθηκαν ήταν και η Αίγινα, οι κάτοικοι της οποίας ζήτησαν από τον καπουδάν πασά να τους απελευθερώσει από την τυραννία των Ενετών.
Οι ελπίδες των Ελλήνων στράφηκαν και πάλι προς τη Ρωσία του Μεγάλου Πέτρου, εικόνα του οποίου με την επιγραφή «Πέτρος Πρώτος Ρωσο-Γραικών Αυτοκράτωρ» μοιράστηκε στους χριστιανούς της Τουρκίας. Στο δε μητροπολιτικό ναό της Μόσχας υψώθηκε σημαία, με τα γράμματα του λαβάρου «Εν τούτω νίκα». Ο επαναστατικός οργασμός στην Ελλάδα, όμως, δεν είχε συνέχεια, πέρα από κάποιες πρόσκαιρες κινήσεις, όπως ήταν εκείνη του αρματολού Τσεκούρα στην Ακαρνανία, και δεν συνεχίστηκε ούτε κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας της τσαρίνας Άννας, που τελικώς συνθηκολόγησε με την Τουρκία. Το κλίμα άλλαξε όταν, με συνωμοσία, ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο η Αικατερίνη Β΄. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Γεώργιος Παπαζώλης, που είχε καταταγεί στο ρωσικό στρατό και ήταν φίλος του διοικητή του πυροβολικού Γρηγορίου Ορλόφ, εραστή της αυτοκράτειρας.
Εκείνη την εποχή, εμφανίστηκε κάποιος κληρικός, ονόματι Στέφανος, με κάλυμμα στο πρόσωπο, ο οποίος και δημιούργησε γύρω από τη μορφή του ολόκληρο θρύλο. Έλεγαν ότι ήταν ο θεωρούμενος νεκρός αυτοκράτορας της Ρωσίας Πέτρος Γ΄ ή κάποιος Ρώσος πρίγκιπας. Μάλιστα, οι αρχιεπίσκοποι του Ιπεκίου και της Βοσνίας τον αναγνώρισαν ως το θρυλούμενο αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Στίφη περιέβαλαν τον Στέφανο, άρχισαν να λεηλατούν πόλεις και να κλέβουν ακόμη και φόρους που στέλνονταν στο σουλτάνο.
Στο μεταξύ, φούντωσαν οι επαναστατικές διαθέσεις των κατοίκων της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας. Σημαντικό ρόλο στο ξεσήκωμά τους έπαιξε ο Παπαζώλης, ο οποίος υποσχόταν μεγάλη ρωσική βοήθεια. Κατάφερε μάλιστα να πείσει και τον προύχοντα Καλαματιανό Παναγιώτη Μπενάκη, που είχε ιδιαίτερο κύρος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων (και διέβλεπε σε μια ηγεμονική θέση στην Πελοπόννησο και σε ολόκληρη τη χώρα), στο σπίτι του οποίου αποφασίστηκε και υπογράφηκε συνθήκη επανάστασης.
Ρώσοι αξιωματικοί και στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν να συγκεντρώνονται κρυφά στην Ιταλία. Πολλοί Έλληνες ομογενείς, από τον ενθουσιασμό τους, πρόσφεραν όλη την περιουσία τους. Μεταξύ αυτών ήταν ο Ιωαννίτης Μαρούτσης, που διέθετε κολοσσιαία περιουσία, ο Αγγελής Αδαμόπουλος και ο Ιωάννης Παλατινός.
Ελλείψει έμπειρων ναυτικών, η Αικατερίνη διέταξε να προσληφθούν Άγγλοι και διέθεσε κακώς εξοπλισμένα πλοία, τα οποία όμως κατάφεραν να διαπλεύσουν τη Βαλτική. Ναύαρχος του στόλου είχε διοριστεί ο άπειρος Σπιριτόφ, στην ουσία όμως το διοικούσε ο αντιναύαρχος Γκρεγκ. Στα πλοία επέβαιναν και αρκετοί Έλληνες υπό τον Αντώνιο Ψαρό. Μια δεύτερη μοίρα τη διοικούσε ο Σκοτσέζος Έλφινστον. Αν και ο φόβος ώθησε τους Τούρκους σε σφαγές, φυλάκιση και αφοπλισμό των Ελλήνων, οι τελευταίοι ανέμεναν με ενθουσιασμό να δουν τη ρωσική σημαία να κυματίζει στις ελληνικές θάλασσες.
Στη Ελλάδα κατέφτασαν οι αδελφοί Αλέξιος και Θεόδωρος Ορλόφ, οι οποίοι και σχημάτισαν δύο ελληνικά στρατιωτικά σώματα, τα οποία ονόμασαν Ανατολική και Δυτική Λεγεώνα της Σπάρτης.
Η δυτική πέρασε από την Καλαμάτα σκορπώντας τον τρόμο και η άλλη –υπό τον Αντώνιο Ψαρό– βάδισε προς τη Σπάρτη, που οι Τούρκοι την παρέδωσαν μόλις είδαν από μακριά τις ρωσικές στολές. Οι Επτανήσιοι πολιόρκησαν τον Πύργο και την Πάτρα και οι Ρωσοέλληνες την Κορώνη, την οποία, όμως, ο Αλέξιος Ορλόφ εγκατέλειψε εξαιτίας απρόοπτων δυσκολιών.
Τον Απρίλιο του 1770, σχεδόν όλη η Ελλάδα ήταν επί ποδός πολέμου. Στο Μεσολόγγι, ο Παναγιώτης Παλαμάς και οι προύχοντες Ανδρέας Καλογεράκης και Αναστάσιος Γουλιμής όρισαν προσωρινή κυβέρνηση και ο μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος σήκωσε τη σημαία της επανάστασης στο Αίγιο. Η Πύλος παραδόθηκε και ο Ψαρός, με Ρώσους, εκστράτευσαν κατά της Τριπολιτσάς, τόσο βέβαιοι για τη νίκη, ώστε επιτράπηκε στους Μανιάτες να πάρουν μαζί τους τις γυναίκες τους με άδειους σάκους, για να μαζέψουν λάφυρα. Οι Τούρκοι, ενισχυμένοι από νέες δυνάμεις, τους έτρεψαν σε φυγή και κατέσφαξαν 3.000 Έλληνες, και με το αίμα τους έβαψαν τα κεφάλια των αλόγων τους.
Παράλληλα, για να εκδικηθούν τους εξεγερμένους Έλληνες, λεηλάτησαν και έκαψαν πόλεις, όπως την Τρίκκη και τη Μοσχόπολη, που καταστράφηκε ολοσχερώς. Εξίσου εφιαλτικές στιγμές έζησε και η Λάρισα.
Την ίδια ώρα, ορδές Αλβανών εισέβαλαν στη Στερεά Ελλάδα με κατεύθυνση την Πελοπόννησο και ενώθηκαν με τους Τούρκους. Ο αρματολός της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου Χρήστος Γρίβας και ο Γεώργιος Λαχούρης θέλησαν να τους αντιμετωπίσουν στο Αγγελόκαστρο. Οι Έλληνες προσπάθησαν να περάσουν με τα σπαθιά τους μέσα από τον εχθρικό στρατό, αλλά ένας ένας αποδεκατίστηκαν.
Αλβανοί και Τούρκοι πολιόρκησαν το Μεσολόγγι και οι κάτοικοί του, για να διαφύγουν από το βέβαιο θάνατο, προσέτρεξαν στο Αιτωλικό, όπου όμως κατασφάχτηκαν.
Στη Μεσσηνία, ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, επικεφαλής των Μανιατών, αντιμετώπισε 5.000 Τουρκαλβανούς και πολέμησε γενναία πριν δει να χάνονται όλοι οι σύντροφοί του. Αυτός, ο γιος του κι άλλοι 23 άνδρες οχυρώθηκαν σ’ ένα σπίτι και αντιστάθηκαν για τρεις ημέρες πριν γνωρίσουν το θάνατο.
Στη Μεθώνη, οι Τούρκοι κατανίκησαν τους Ρώσους και στην Πύλο ο Αλέξιος Ορλόφ κλείστηκε μέσα στο φρούριο, μην επιτρέποντας να εισέλθουν ούτε οι Έλληνες, που έρχονταν από διάφορα μέρη αναζητώντας προστασία. Τελικώς, ο Ορλόφ διέταξε τα στρατεύματά του να αποχωρήσουν.
Ο ρωσικός στόλος ήρθε αντιμέτωπος με τον τουρκικό και πυρπόλησε τα 15 πλοία του. Οι διασωθέντες Τούρκοι, οργισμένοι, ξέσπασαν στους Έλληνες της Σμύρνης.
Στο μεταξύ, από τον Άθω, ο πρώην Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ Β΄ προσέφυγε στο ρωσικό στόλο και άρχισε να γράφει γράμματα καλώντας τους Έλληνες να επαναστατήσουν. Τα γράμματα έφτασαν στα χέρια του πατριάρχη Θεοδοσίου Β΄, ο οποίος τα γνωστοποίησε στο σουλτάνο. Μάλιστα, κοινοποίησε την καθαίρεση του Σεραφείμ αποκαλώντας τον αποστάτη, ταραχοποιό και άνδρα που του αρέσουν τα αίματα.
Μεταξύ των κατηγορουμένων για την ταπεινωτική ήττα στο Τσεσμέ ήταν και ο Χασάν Τζεζαϊρλή, ο οποίος θέλοντας να αποδείξει την ανδρεία του, με 4.000 άνδρες που ο καθένας τους δεν είχε παρά ένα πιστόλι, επιτέθηκε νύχτα στους πολιορκητές της Λήμνου, αιφνιδιάζοντας τους Ρώσους και αναγκάζοντας τον Αλέξιο Ορλόφ να φύγει για την Ιταλία.
Στις αρχές του 1771, η άλλη ναυτική ρωσική μοίρα, υπό τον Σπιριτόφ, κυρίευσε αρκετά νησιά μεταξύ των οποίων τη Θήρα, τη Νάξο, τη Μύκονο, την Κύθνο, και τη Σέριφο.
Λεηλασίες πειρατικών στόλων και η δράση του Λάμπρου Κατσώνη (1771-1792)
Αντάρτες που είχαν εγκαταλείψει την Πελοπόννησο και τη Στερεά συγκεντρώθηκαν από τον Μητρομάρα και δημιούργησαν πειρατικό στόλο ο οποίος έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Ο Μητρομάρας λεηλάτησε τα παράλια του Σαρωνικού, τη Σύρο και τη Χαλκίδα, πολιόρκησε την Αθήνα, διέτρεξε την Αττική και τη Βοιωτία, και λήστεψε το δημόσιο ταμείο προκαλώντας τους Τούρκους, οι οποίοι απείλησαν τους χριστιανούς της Αθήνας. Εκείνοι παρακάλεσαν τον Μητρομάρα να επιστρέψει τα χρήματα, κάτι που έγινε. Ο μεγάλος πειρατής σκοτώθηκε σε μάχη στις 15 Φεβρουαρίου του 1772.
Ένας άλλος πειρατικός στόλος από Μανιάτες και Σφακιανούς λεηλατούσε τα παράλια της Πελοποννήσου και της Κρήτης, και ομάδα Ψαριανών με 55 καταδρομικά χτυπούσαν ακόμη και τον οθωμανικό στόλο. Όμως, φθορές στους Τούρκους προκαλούσαν επίσης οι Αιγύπτιοι –με αρχηγό τον φημισμένο Αλήβεη– και οι Σύριοι που είχαν επαναστατήσει με την υποκίνηση της Ρωσίας.
Ολόκληρη η Πελοπόννησος είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της, αφού δολοφονούνταν, φυλακίζονταν ή πωλούνταν ως δούλοι. Άλλοι πάλι είχαν καταφύγει στα Επτάνησα ή είχαν κρυφτεί στα βουνά.
Υπήρξαν και οι ληστρικές συμμορίες, που για εννέα χρόνια (1770-1779) λυμαίνονταν την Πελοπόννησο, στην οποία τελικώς και εγκαταστάθηκαν. Προκαλώντας συνεχώς την Πύλη –απαίτησαν μέχρι και την πληρωμή μισθών και φόρων–, την ανάγκασαν να απαντήσει, στέλνοντας εναντίον τους τον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή, ο οποίος και τους καθυπόταξε. Στην εξολόθρευσή τους συντέλεσαν και οι Πελοποννήσιοι, ιδιαίτερα η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων.
Το 1780, ο Χασάν κατόρθωσε να κάμψει τις αντιστάσεις των Μανιατών, να διορίσει ντόπιο ηγεμόνα τον Τζανέτο Κουτηφάρη και να τους επιβάλει ετήσιο φόρο 30.000 γρόσια, ως ένδειξη υποταγής.
Όμως, ο Χασάν, με το πρόσχημα της συμφιλίωσης, κατέσφαξε τον έξαρχο Γρηγοράκη και τους συντρόφους του, προκαλώντας την οργή 3.000 συγγενών του που επιτέθηκαν στο φρούριο του Πασαβά και αποδεκάτισαν περί τις 700 οικογένειες. Η αυτοκράτειρα της Ρωσίας δεν είχε παραιτηθεί ακόμη από τις φιλοδοξίες της να επανιδρύσει την «αρχαία γραικική μοναρχία» και προσπάθησε να πείσει τον αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄ της Αυστρίας να συμμαχήσει μαζί της κατά των Τούρκων.
Οι Έλληνες και πάλι άρχισαν να ελπίζουν στην αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Τον Ιανουάριο του 1788, ο Λάμπρος Κατσώνης –που ήταν σε ρωσική υπηρεσία και είχε ακολουθήσει τον πρίγκιπα Ποτέμκιν στον πόλεμο κατά της Περσίας– με πλοία που αγοράστηκαν με χρήματα Ελλήνων, άρχισε στο Αιγαίο επιδρομές κατά των Τούρκων.
Οι επιτυχίες του Κατσώνη θορύβησαν την Πύλη, η οποία έστειλε εναντίον του τον τουρκικό στόλο. Στη ναυμαχία που έγινε έξω από την Κάρπαθο βγήκε νικητής σκοτώνοντας γύρω στους 500 εχθρούς. Η Αικατερίνη τον προβίβασε σε υποχιλίαρχο και του παρήγγειλε ο στόλος στο εξής να ονομάζεται «στόλος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας». Ο Κατσώνης συνέχισε να προσβάλλει όποιο πλοίο έβγαινε στα ανοιχτά των ελληνικών θαλασσών, αναγκάζοντας τους Τούρκους να στείλουν εναντίον του 15 μεγάλα πλοία, στα οποία προστέθηκαν και 12 αλγερινά. Ο τουρκο-αλγερινός στόλος περικύκλωσε τον Κατσώνη, που διέθετε μόλις 7 πλοία, μεταξύ Άνδρου και Εύβοιας. Στη διάρκεια της ναυμαχίας, ο ελληνικός στόλος έχασε 2 πλοία που αιχμαλωτίστηκαν –του Πασχάλη Κασίμη και του Ευστράτιου Νικηφοράκη– και 3 τα οποία πυρπόλησαν οι κυβερνήτες τους ώστε να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού, καθώς επίσης 565 άνδρες. Από την άλλη πλευρά, τα θύματα ξεπέρασαν τις τρεις χιλιάδες.
Ενώ ο Κατσώνης, που προβιβάστηκε σε χιλίαρχο και του απονεμήθηκε το παράσημο του Αγίου Γεωργίου, με 24 πλοία ήταν έτοιμος να χτυπήσει τον εχθρικό στόλο, έλαβε διαταγή να σταματήσει το πυρ για οκτώ μήνες. Την οκτάμηνη συνθήκη, ένα χρόνο μετά, αντικατέστησε νέα, στην οποία όμως δεν γινόταν καμία αναφορά στην Ελλάδα. Το γεγονός αγανάκτησε τον Κατσώνη, που αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα. Παίρνοντας μαζί του τον Ανδρούτσο –με τον οποίο είχε ξαναπολεμήσει μαζί–, πήγε στο Ταίναρο, το οποίο μετέτρεψε σε ορμητήριό του.
Ο καπουδάν πασάς, με τη στήριξη δύο γαλλικών φρεγατών, θέλησε να προσβάλει το Ταίναρο. Όμως, ο Κατσώνης και ο Ανδρούτσος με τους αρματολούς του κατάφεραν να σφάξουν 4.000 από αυτούς και να τους κατατροπώσουν. Φοβούμενοι τις απειλές του καπουδάν πασά, 7.000 Μανιάτες υπό τον Τζανέτο Γρηγοράκη βάδισαν εναντίον του Κατσώνη. Πριν φτάσουν όμως στο Ταίναρο, τον ειδοποίησαν να φύγει. Εκείνος κατέφυγε στην Ιθάκη και ο Ανδρούτσος, καταδιωκόμενος επί 40 ημέρες, κατάφερε να περάσει στη Ρούμελη στη διάρκεια μιας πορείας –οι πρόξενοι της Πελοποννήσου την ονόμασαν Ξενοφόντειον– που στοίχισε στους Τούρκους 1.500 νεκρούς.
Οι Τούρκοι, μαθαίνοντας ότι οι Ενετοί περιέθαλπαν στα Επτάνησα τον Κατσώνη και τους συντρόφους του, ζήτησαν την παράδοσή τους. Η Δημοκρατία της Βενετίας άλλους παρέδωσε στον εχθρό, μεταξύ των οποίων και τον Ανδρούτσο που πέθανε βασανιζόμενος στις φυλακές, και άλλους τους έριξε στις δικές της φυλακές. Ο Κατσώνης κατάφερε να διαφύγει, συνελήφθησαν όμως η σύζυγος και οι δυο γιοι του.
Η Αικατερίνη, απαντώντας σε αίτημα του Κατσώνη, ζήτησε την απελευθέρωση όλων των συλληφθέντων, κάτι που πραγματοποιήθηκε.
Ο αυτοκράτορας Παύλος Α΄, που διαδέχθηκε την Αικατερίνη, σε αναγνώριση της προσφοράς του δώρισε στον Κατσώνη 470.000 ρούβλια. Εκείνος τα μοίρασε στους συναγωνιστές του. Το 1804, στα 52 του χρόνια, πέθανε από αρρώστια.
Γαλλική επανάσταση, ανεξαρτησία Επτανήσου, νέα εμπλοκή των Ρώσων (1789-1808)
Η Γαλλική Επανάσταση ανέτρεψε τα δεδομένα της εποχής. Οι Γάλλοι, χωρίς μάχη, έγιναν κύριοι της Βενετίας και των Επτανήσων, ωθώντας τους Ρώσους και τους Τούρκους σε μια ανίερη συμμαχία. Οι Έλληνες, θύματα και πάλι του ενθουσιασμού τους, βοήθησαν τη συμμαχία και έδιωξαν τους Γάλλους από τα Επτάνησα, για να αντιμετωπιστούν και πάλι με βαναυσότητα. Παρ’ όλα αυτά, στις 21 Μαρτίου 1800, οι Ρώσοι και οι Τούρκοι αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Επτανήσου.
Το 1805, μετά την ήττα των Ρώσων και των Αυστριακών, οι Τούρκοι άλλαξαν στάση απέναντι στη Γαλλία και οι Ρώσοι συνέχισαν να επιδιώκουν να ξαναφουντώσουν τις ελπίδες των Ελλήνων για επανάσταση.
Ο σατράπης των Ιωαννίνων, Αλή Πασάς, με τις ευλογίες του Ναπολέοντα επιτέθηκε κατά της «Ιονίου Πολιτείας», αλλά τον αντιμετώπισε ο Ιωάννης Καποδίστριας. Με την προτροπή του τελευταίου, οι αρματολοί της Λευκάδας που βγήκαν στη Στερεά ενώθηκαν με άλλους κλέφτες, και υπό τις διαταγές του Κίτσου Μπότσαρη και του Κατσαντώνη διέτρεχαν την Ήπειρο, την Ακαρνανία και τη Θεσσαλία. Παράλληλα, επαναστάτησαν οι Υδραίοι με ηγέτη τον Ανδρέα Κουντουριώτη. Ο Αλή Πασάς προσπάθησε να αντιδράσει χτυπώντας τους ληστές στον Όλυμπο, αλλά χωρίς επιτυχία. Εξαγόρασε όμως ντόπιους, τους οποίους ονόμασε αρματολούς, αναγκάζοντας τον Νίκο Τσάρα να δημιουργήσει δικό του στόλο και να αρχίσει να λεηλατεί τα παράλια της Θεσσαλίας. Παρενοχλούσε, όμως, ακόμη και τους Έλληνες έως ότου αποφάσισε να συμπαραταχθεί με τους Ρώσους. Η ανακωχή ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία για άλλη μια φορά σήμανε την εγκατάλειψη των ξεσηκωμένων Ελλήνων.
Οι επαναστάτες Υδραίοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το νησί, τους εμπόδισε όμως ο Μιαούλης, ενώ άλλοι νησιώτες προσπάθησαν, πληρώνοντας μεγάλα χρηματικά ποσά, να κατευνάσουν την οργή των Τούρκων.
Μετά την απομάκρυνση του ρωσικού στόλου, το Αιγαίο γέμισε πειρατές, αρματολούς της Στερεάς, νησιώτες και κλέφτες του Ολύμπου, που με αρχηγούς τους Σταθά και Νικοτσάρα δημιούργησαν στόλο 70 πλοίων και με βάση τη Σκιάθο παρενοχλούσαν τον τουρκικό στόλο. Μετά από τις απειλές του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αποφάσισαν να διαλυθούν.
Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον και Φιλική Εταιρεία (1808-1821)
Σε σύνοδο καπεταναίων, ο αρματολός των Χασιών Παπα- Ευθύμιος Βλαχάβας ονομάστηκε γενικός αρχηγός και η 29η Μαΐου –επέτειος της Άλωσης της Πόλης– ορίστηκε ως ημέρα επανάστασης. Όμως, ο αρματολός του Μετσόβου Δεληγιάννης πρόδωσε τα σχέδια στον Αλή.
Στην Καλαμπάκα, οι επαναστάτες βρέθηκαν απέναντι σε 5.000 Τουρκαλβανούς και πέθαναν ηρωικά. Ο Βλαχάβας διασώθηκε και, μαζί με τον Νικοτσάρα, συγκρότησε πειρατικό στόλο. Όμως, και πάλι η παρέμβαση του Πατριαρχείου τον έπεισε να εγκαταλείψει τα όπλα· συνελήφθη με ραδιουργία και δέθηκε σε πάσσαλο στην αυλή του σεραγιού για δύο ημέρες. Παράλληλα, συνελήφθη και ο μοναχός Δημήτριος από τη Σαμαρίνα Πίνδου, που προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα· βασανίστηκε απάνθρωπα και βρήκε φρικτό θάνατο.
Στις 2 Ιουνίου 1807 υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης Ρωσίας- Γαλλίας, σύμφωνα με την οποία η Γαλλία αναλάμβανε την προστασία της πολιτείας της Επτανήσου. Σε μυστικό άρθρο αναφερόταν συμφωνία διάλυσης του οθωμανικού κράτους, από το οποίο η Γαλλία θα αποσπούσε τη Θεσσαλία, την Πελοπόννησο και την Κρήτη.
Το 1814, στο Παρίσι συστάθηκε μυστική εταιρεία, με τη σύμφωνη γνώμη του Ναπολέοντα, που είχε ως σκοπό της την απελευθέρωση της Ελλάδας. Αυτή είχε συνεχή επικοινωνία με τους κατοίκους της Ηπείρου, της Πελοποννήσου και της Μακεδονίας. Μέλη της ήταν ο κόμης Σουαζέλ Γκουφιέ (πρόεδρος), πρώην πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, ο Στέφανος Χατζή Μόσχος (γενικός γραμματέας και ταμίας) και ο Γεώργιος Ζαλύκης (αντιπρόσωπος του προέδρου). Η έδρα της εταιρείας ονομάστηκε συνθηματικά «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», οι μυημένοι ορκίζονταν να διαφυλάξουν το μυστικό και έπαιρναν ένα χρυσό συμβολικό δακτυλίδι (χρυσόβουλο) με χαραγμένα δυο ενωμένα χέρια, και σε κύκλο τα γράμματα ΦΕΔΑ, που σήμαιναν «Φιλίας Ελληνικής Δεσμός Άλυτος». Ο Τσακάλωφ, μέλος της εταιρείας, πέρασε από το Βουκουρέστι κατηχώντας διάφορους φιλέλληνες και στη Μόσχα πήρε μαζί του τον Νικόλαο Σκουφά.
Μετά την πτώση του Ναπολέοντα, η έδρα της εταιρείας μεταφέρθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας και το 1814 μετονομάστηκε από τους Αθαν. Τσακάλωφ, Νικ. Σκουφά, Εμμ. Ξάνθου (ο Παν. Αναγνωστόπουλος προστέθηκε αργότερα) σε Φιλική Εταιρεία.
Η Φιλική Εταιρεία, που ανέλαβε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το έργο του Ρήγα Φεραίου, ήταν μια μυστική οργάνωση η οποία είχε ιεραρχία, σύμβολα και τύπους.
Από τις πρώτες κινήσεις που σχεδίασε ήταν να συμβάλει στη δημιουργία σχολών, με σημαντικότερη την Πατριαρχική Σχολή του Φαναρίου, αφού ο μεγαλύτερος εχθρός του έθνους ήταν η έλλειψη παιδείας. Σε αυτές αναδείχθηκαν λόγιοι και διδάσκαλοι του Γένους, που όχι μόνο συντέλεσαν στη μόρφωση του έθνους, αλλά υπήρξαν υπερασπιστές και των εθνικών δικαίων στο εξωτερικό. Σπουδαιότερος μεταξύ αυτών θεωρείται ο Αδαμάντιος Κοραής, που το έργο του –ερμήνευσε τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς– αναγνωρίστηκε ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου και προτάθηκε να γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Ο Ρήγας Φεραίος και η επανάσταση του 1821
Τα προβλήματα που όφειλαν να λύσουν οι επαναστατημένοι υπό την καθοδήγηση της Φιλικής Εταιρείας –με περιορισμένες δυνάμεις– είχαν να κάνουν με το γεγονός ότι αντιμετώπιζαν μια δοκιμασμένη και οργανωμένη αυτοκρατορία, ότι όλες οι απελευθερωτικές κινήσεις που είχαν σημειωθεί από το 1453 ήταν τοπικού χαρακτήρα, αποσπασματικές και αναποτελεσματικές, έστω κι αν ήταν αυτές που σφυρηλάτησαν τη συνείδηση της αντίστασης, όπλισαν με μεγαλύτερο θάρρος τους υπόδουλους και τους παρείχαν σημαντικές εμπειρίες.
Αυτή η διαπίστωση ανήκε στον Ρήγα Φεραίο ή Βελεστινλή, ο οποίος διέκρινε την αδυναμία των τοπικών κινημάτων και ένιωσε την ανάγκη να οργανωθεί εθνική επανάσταση με τη συνένωση όλων των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής.
Ο Ρήγας Φεραίος, με την κυκλοφορία ασμάτων, ποιημάτων και διάφορων εντύπων επαναστατικού περιεχομένου, απέβλεπε στη δημιουργία ενός γενικότερου επαναστατικού πνεύματος
Σε αυτό θα βοηθούσε σημαντικά και η οργάνωση μυστικής εταιρείας, ο ρόλος της οποίας θα ήταν η προετοιμασία των όρων της επανάστασης. Μόλις η στιγμή θα το επέτρεπε, θα έδινε το σύνθημα για τη γενικευμένη εξέγερση.
Ο Ρήγας Φεραίος δεν πρόλαβε να δει την υλοποίηση όλων όσα είχε οραματιστεί, αφού ταξιδεύοντας για την Ελλάδα συνελήφθη από Αυστριακούς στην Τεργέστη και παραδόθηκε στην Τουρκία, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
Στις βασικές επισημάνσεις της Φιλικής Εταιρείας ήταν και η διαπίστωση ότι χωρίς την ύπαρξη ισχυρής, ενιαίας ηγεσίας που θα συγκέντρωνε τις διασκορπισμένες δυνάμεις, θα χαλιναγωγούσε τις διασπαστικές φιλοδοξίες των αρματολών και θα ενέπνεε την πίστη, η νίκη έμοιαζε ακατόρθωτη.
Ακόμη, ότι έπρεπε να οργανώσουν την επανάσταση σε μια περίοδο κατά την οποία είχε συντριβεί η επαναστατική Γαλλία και στην Ευρώπη κυριαρχούσε η «Ιερά Συμμαχία», η οποία τασσόταν εχθρικά απέναντι σε κάθε απελευθερωτική κίνηση. Σε αυτήν, εκτός από την Αυστρία, την Πρωσία και τη Ρωσία, προσχώρησε λίγο αργότερα και η Γαλλία.
Όμως, στην Ελλάδα, ακόμη και μια μικρή φλόγα ήταν αρκετή για να ξεσπάσει θύελλα. Έτσι, τα περιθώρια αναμονής ή αναβολής της κήρυξης της επανάστασης ήταν εξαιρετικά στενά για τη Φιλική Εταιρεία. Αποφασίστηκε λοιπόν να επισπευσθούν οι κινήσεις της. Ηγετικό ρόλο ανέλαβε ο υπασπιστής του τσάρου, Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος τον Φεβρουάριο του 1821 ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες Μολδαβία και Βλαχία, χωρίς όμως επιτυχία. Τον Ιούνιο του 1821, και έπειτα από την ήττα του στο Δραγατσάνι, υποχρεώθηκε να καταφύγει στην Αυστρία, όπου συνελήφθη και έμεινε φυλακισμένος μέχρι το 1827.
Στις 25 Μαρτίου 1821, η επανάσταση ξεκίνησε από το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, όπου ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τον αγώνα και ύψωσε το λάβαρο της επανάστασης. Η επανάσταση από την Πελοπόννησο –με το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» να ξεσηκώνει χιλιάδες Ελλήνων–, εξαπλώθηκε σε ελάχιστες μέρες στη Στερεά Ελλάδα, με την ύψωση της σημαίας στα Σάλωνα (Άμφισσα) από τον οπλαρχηγό Πανουργιά, και στα νησιά του Αιγαίου με τα πλοία Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών να αποτελούν το στόλο της επανάστασης. Στη συνέχεια, εξαπλώθηκε και στη Θεσσαλία, τη δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου όμως κατεστάλη αρκετά γρήγορα, γεγονός που οφειλόταν στη δυνατότητα των Τούρκων να κινητοποιηθούν γρηγορότερα στις συγκεκριμένες περιοχές, απομονώνοντας με ευκολία τα ορεινά. Παράλληλα, και επειδή η σύμπραξη με τις ελληνικές ναυτικές δυνάμεις δεν ήταν εφικτή, οι ντόπιοι Τούρκοι κάτοικοι παρουσιάζονταν σε ποσοστό περισσότεροι συγκριτικά με τη νότια Ελλάδα.
Οι Τούρκοι αντέδρασαν στη κήρυξη της επανάστασης σφάζοντας ή κρεμώντας άμαχους Έλληνες, μεταξύ των οποίων και τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (10 Απριλίου 1821).
Απεναντίας, στη νότια Ελλάδα οι επιτυχίες σε ξηρά και θάλασσα έθεσαν τα θεμέλια της επανάστασης και εξασφάλισαν ενιαία διοίκηση. Η πρώτη σημαντική ελληνική νίκη σημειώθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου με την άλωση της Τρίπολης (Τριπολιτσά) από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Τους θριάμβους, όμως, τους συνόδευσαν αρκετές θυσίες Ελλήνων, όπως αυτή του Αθανάσιου Διάκου. Ηρωικές νίκες επιτεύχθηκαν και στη θάλασσα με δεσπόζουσες μορφές εκείνες του Κωνσταντίνου Κανάρη και του Ανδρέα Μιαούλη. Ο ηρωισμός των επαναστατών στην Αλαμάνα, στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου), όπου ξεχώρισε η θρυλική μορφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου, στο Βαλτέτσι, στα Δερβενάκια, όπου στις 25 Ιουλίου ο Κολοκοτρώνης διέλυσε τον τουρκικό στρατό υπό τον Δράμαλη, και στο Μανιάκι, είχαν αντίκτυπο σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία άρχισε να αλλάζει στάση απέναντι στην επανάσταση. Παράλληλα, οι επιτυχίες των Ελλήνων απέδειξαν τη σαθρότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρώτη η Αγγλία και αμέσως μετά η Γαλλία και η Ρωσία υποστήριξαν τον ελληνικό αγώνα.
Μετά από την ατυχή έκβαση των επιχειρήσεων στην Ήπειρο, όπου σημειώθηκε η καταστροφή του Πέτα, ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιουταχής πολιόρκησαν με ισχυρές δυνάμεις (στις 25 Δεκεμβρίου 1822) το Μεσολόγγι.
Όμως, οι εμφύλιες διαμάχες μεταξύ 1821 και 1824, με αποκορύφωμα τη φυλάκιση του Θεόδωρου Κολοτρώνη, επέτρεψαν στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου, Μωχάμετ Αλή, να επέμβει στην Ελλάδα, μετά από προτροπή του σουλτάνου, που έβλεπε ότι δεν μπορούσε να αναχαιτίσει μόνος του τους επαναστάτες.
Η πτώση του Μεσολογγίου, η καθυπόταξη της Κρήτης και η καταστροφή της Κάσου (Μάιος 1824) και των Ψαρών έθεσαν σε κίνδυνο την επανάσταση. Κατά την καταστροφή της Πελοποννήσου, μάλιστα, ο μόνος που αντιστάθηκε στους Τουρκο-αιγύπτιους ήταν ο Παπαφλέσσας, ο οποίος με 600 άνδρες, στις 20 Μαΐου 1825, τους αντιμετώπισε στο Μανιάκι πληρώνοντας με τη ζωή του.
Στο Μεσολόγγι, οι πολιορκημένοι αντιστάθηκαν στις ορδές του Κιουταχή και του Ιμπραήμ, έως ότου εξαντλήθηκαν τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδιά τους. Τότε (10 Απριλίου 1826), αποφάσισαν την ηρωική έξοδο και προσπάθησαν να περάσουν μέσα από τον τουρκικό κλοιό. Ελάχιστοι διασώθηκαν, όμως το ολοκαύτωμα του Χρ. Καψάλη και ο ηρωισμός των πολιορκημένων προκάλεσαν τη συγκίνηση των Ευρωπαίων. Κατά την περίοδο της πολιορκίας πέθανε και ο φιλέλληνας λόρδος Μπάιρον (Βύρων).
Η αντίδραση των Ελλήνων επαναστατών υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και ο ηρωισμός των Ελλήνων ναυτών υπό τον Μιαούλη διατήρησαν άσβεστη τη φλόγα της επανάστασης και προκάλεσαν την παρέμβαση των τριών κυβερνήσεων, οι οποίες και επέβαλαν την ελληνική ανεξαρτησία.
Η άρνηση της Τουρκίας να συμφωνήσει οδήγησε στη ναυμαχία του Ναυαρίνου και την καταστροφή, στις 8 Οκτωβρίου 1827, του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου. Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα υπό το στρατηγό Ν. Μεζόν απώθησε από την Πελοπόννησο τον Ιμπραήμ Πασά (Αύγουστος 1828) και έδιωξε χωρίς μάχη τους Αιγυπτίους, ενώ το 1829 στρατός Ελλήνων υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη έδιωξε τους Τούρκους από τη Στερεά Ελλάδα.
Η ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους πραγματοποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (20 Ιανουαρίου 1830) και διακανονίστηκε οριστικά τον Ιούνιο του ίδιου έτους με τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.
Η παρέμβαση των τριών δυνάμεων ήταν σωτήρια, αφού παρά την ανάδειξη ενός μεγάλου στρατιωτικού ηγέτη, του Γεωργίου Καραϊσκάκη, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον καλά οργανωμένο τουρκικό στρατό. Μετά τον ηρωικό θάνατο του Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827) στη μάχη του Φαλήρου και την παράδοση της ελληνικής φρουράς της Ακρόπολης (24 Μαΐου 1827), ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα και η Πελοπόννησος βρίσκονταν στα χέρια του Κιουταχή και του Ιμπραήμ.
Το νέο ελληνικό κράτος περιλάμβανε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα πλην Δομοκού, την Εύβοια και τις Κυκλάδες.
Η Γ΄ Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας εξέλεξε, στις 2 Απριλίου 1827, Κυβερνήτη της Ελλάδας τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος, αφού επισκέφτηκε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, έφτασε τον Ιανουάριο του 1828 στην Ελλάδα, χρονολογία που θεωρείται η απαρχή της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
1
Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ (λεπτομέρεια από το έργο «Αναστημένος Χριστός» του Πιντουρίκιο? Ρώμη-Μουσείο Βοργείας Βατικανού).
Τοιχογραφία από τον Άγιο Νικόλαο Κασνίτζη, στην Καστοριά.
Στον Άγιο Βιτάλιο της Ραβένας ένα διάχωρο παρουσιάζει την αυτοκράτειρα Θεοδώρα με την ακολουθία της. Μια σειρά προσωπογραφίες, πυκνές αυτοκρατορικές και αυλικές στολές, όλα σε τάξη, με ρυθμική κίνηση, είναι μοναδικά δείγματα κοσμικής τέχνης του 6ου αιώνα.
Ο Γ. Καραϊσκάκης υπήρξε από τους σημαντικότερους αγωνιστές της επανάστασης του 1821.
Ο βασιλιάς της Γαλλίας, Κάρολος Η’. Στα τέλη του 15ου αιώνα, σημείωσε πολλές νίκες αναγκάζοντας τους Τούρκους να οπισθοχωρήσουν στα παράλια της Μ. Ασίας (Μουσείο Βερσαλλιών).
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ορκίζει τους αγωνιστές (πίνακας του Θ. Βρυζάκη, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Dictionary of Greek. 2013.